Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελος Βενιζέλος, στη συνεδρίαση της Κ.Ο. (Κοινοβουλευτικής Ομάδας) του κόμματός του, προέβη στην εξής ομιλία:
‹‹Φίλες και φίλοι, θέλω να ευχηθώ πριν από οτιδήποτε άλλο να έχουμε μια αποτελεσματική και αξιόπιστη κοινοβουλευτική σύνοδο. Μετά από τη λειτουργία των τμημάτων διακοπής των εργασιών της Βουλής, άρχισε ξανά τη δουλειά της η Ολομέλεια και η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ καλείται σε μια ακόμη Σύνοδο να σηκώσει το μεγάλο βάρος της προστασίας, της σταθερότητας, όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά της χώρας συνολικά.
Όπως είπε ο Γραμματέας της Κ.Ο. Τάκης Ρήγας προηγουμένως, συνεδριάζουμε σήμερα αμέσως μετά τη χθεσινή επίσημη έγκριση και ανακοίνωση του προγραμματικού πλαισίου που διέπει την κυβέρνησή μας. Τα δύο κόμματα συμφωνήσαμε χθες, στο επίπεδο των αρχηγών τους, ένα κείμενο που δεν είναι μια συμφωνία ανάμεσα στα δυο κόμματα, αλλά όπως είπα, είναι μια συμφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση και την ελληνική κοινωνία. Είναι μια ανοιχτή πρόσκληση προς όλες τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις να συμπράξουν, να συστρατευτούν, προκειμένου να πετύχουμε την ελάχιστη βάση εθνικής και κοινωνικής συναίνεσης, αλλά και τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων που απαιτείται προκειμένου να βγούμε οριστικά από την κρίση.
Η προγραμματική συμφωνία που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα είναι το πολιτικό πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης, όπως το θέλουμε, όπως το ζητούμε, όπως το απαιτούν οι ανάγκες της χώρας.
Στο χθεσινό κείμενο αποτυπώνονται όλες οι προτεραιότητες και όλες οι ευαισθησίες που κατά καιρούς έχει αναδείξει το ΠΑΣΟΚ, άρα πρόκειται για ένα κείμενο που αναμφίβολα εναρμονίζεται με τις πολιτικές αποφάσεις του συνεδρίου μας και με τα όσα έχει κατ’ επανάληψη τονίσει όχι μόνο η Κοινοβουλευτική Ομάδα, αλλά και η Κεντρική Πολιτική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ.
Φυσικά, πρόκειται για ένα κείμενο συμφωνίας, για ένα προϊόν διαπραγμάτευσης. Δεν ασκούμε μόνοι μας την διακυβέρνηση της χώρας, αλλά και η Ν.Δ. έχει αντιληφθεί πάρα πολύ καλά ότι δεν ασκεί μόνη της τη διακυβέρνηση της χώρας.
Το κείμενο της προγραμματικής συμφωνίας δεν καταργεί τις διαφορές. Ιδεολογικές, αξιακές, πολιτικές, ιστορικές. Δεν καταργεί τη μνήμη ή τα αισθήματα, αλλά αναγνωρίζει μια πραγματικότητα η οποία μας υπερβαίνει όλους καθώς η χώρα διέρχεται μια κατάσταση κρίσης, εθνικής κρίσης. Συνεπώς η συνεργασία επιβάλλεται για λόγους εθνικής ανάγκης και όταν έχει να αντιμετωπίσει κανείς τέτοιου είδους προβλήματα και τόσο μεγάλους στόχους, δεν συγχωρείται καμία αμφιταλάντευση, καμία ασάφεια, καμία παλινδρόμηση, καμία αμφιθυμία.
Εις πείσμα δε όλων εκείνων που τοποθετούνται μέσα στο ομιχλώδες πλαίσιο της ετερόκλητης αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης, ή κάπου ενδιάμεσα χωρίς να μπορούν να αυτοπροσδιοριστούν, η συμφωνία μας είναι επίμονα ανοιχτή για όλες τις πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες δεν έχουν να διατυπώσουν καμία εναλλακτική πρόταση και πολύ περισσότερο καμία υπεύθυνη, συγκροτημένη, ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση.
Είπα προχθές σε μια συνέντευξή μου ότι το μεγάλο εθνικό δράμα είναι αυτός ο τεχνητός διχασμός, που έχει φτάσει πια να δημιουργεί οιωνοί εμφυλιοπολεμικές συνθήκες, γιατί κάποιοι έχουν κάνει την εσφαλμένη επιλογή να επενδύουν συστηματικά, απροκάλυπτα μόνο στα σενάρια της εθνικής καταστροφής, της οικονομικής καταστροφής, του κοινωνικού αδιεξόδου, ακόμη και της κρίσης στη λειτουργία των δημοκρατικών και κοινοβουλευτικών θεσμών.
Η χώρα χρειάζεται ειλικρίνεια και σταθερότητα. Η χώρα χρειάζεται χρόνο, προκειμένου να ολοκληρωθεί ένα πολύ επώδυνο σχέδιο. Γι’ αυτό και η βάση της συμφωνίας μας προκειμένου να σταματήσει κάθε σενάριο και κάθε μυθολογία, είναι η εξάντληση της τετραετίας. Χρειαζόμαστε το χρόνο που μας απομένει έως τη φυσιολογική λήξη αυτής της βουλευτικής περιόδου, γιατί ποτέ άλλοτε δεν είχαμε τόσα πολλά να κάνουμε σε αυτό το χρόνο.
Βεβαίως, η συμφωνία αυτή, αυτό το πολιτικό πλαίσιο του εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης απαιτεί συνεχή εξειδίκευση που παίρνει τη μορφή νομοσχεδίων, παίρνει τη μορφή πολιτικών πρωτοβουλιών. Όλες αυτές οι εξειδικεύσεις στο επίπεδο κάθε υπουργείου, ή κάθε ομάδας συναρμοδίων υπουργών, είναι και θα είναι προϊόν μιας ανοιχτής, διαφανούς, θεσμικά οργανωμένης διαπραγμάτευσης, στο πλαίσιο της συνταγματικής λειτουργίας της Βουλής, άρα και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και της κυβέρνησης και των οργάνων της.
Αυτό βασίζεται πάνω σας. Η Βουλή, όπως λέει ρητά το ακροτελεύτιο σημείο της συμφωνίας αυτής, είναι το επίκεντρο όλων των εξελίξεων. Άρα καθοριστικός είναι ο ρόλος των δύο κοινοβουλευτικών ομάδων που σηκώνουν το βάρος της κυβερνητικής πλειοψηφίας και άρα της ευθύνης. Και πιο συγκεκριμένα βέβαια η ευθύνη βαραίνει, δυστυχώς, παντού και πάντα το ΠΑΣΟΚ που αίρει τις αμαρτίες της χώρας συνολικά, για λόγους που έχουμε εξηγήσει πάρα πολλές φορές και το είχαμε κάνει, νομίζω, αναλυτικά και στο διήμερο συνέδριο της 3ης και 4ης Σεπτεμβρίου, πριν από λίγες εβδομάδες, όταν τιμήσαμε με ουσιαστικό τρόπο την επέτειο της ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ.
Άρα αντιλαμβάνομαι πόσο μεγάλο βάρος σηκώνει η καθεμιά και ο καθένας από εσάς, τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, όπως ακριβώς συνέβη και με τους συναδέλφους μας τους βουλευτές της προηγουμένης κοινοβουλευτικής περιόδου, τα μέλη της ηρωικής κοινοβουλευτικής ομάδας της περιόδου 2009 – 2012.
Αυτό το εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης είναι η μόνη πρόταση εξόδου από το μνημόνιο. Η μόνη ασφαλής συγκεκριμένη και αποτελεσματική πρόταση. Εμείς είμαστε αυτοί που ενδιαφερόμαστε να βγει η χώρα οριστικά από το μνημόνιο. Να το ξεπεράσουμε. Όλοι οι άλλοι, δυστυχώς, επενδύουν, από την ασφάλεια της αντιπολίτευσης, στην ύπαρξη του μνημονίου, στην αναπαραγωγή του, την επανάληψή του.
Το κείμενο όμως αυτό που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, επιτελεί και μια άλλη λειτουργία πάρα πολύ σημαντική. Συνιστά το πλαίσιο της εθνικής διαπραγμάτευσης με την τρόικα. Και όταν λέω τρόικα δεν εννοώ υπηρεσιακά στελέχη, δεν εννοώ τρεις διεθνείς οργανισμούς. Εννοώ και τις κυβερνήσεις των εταίρων και πιστωτών μας, στους κόλπους της ευρωζώνης, γιατί καθ’ οδόν έχει αλλάξει η φύση της τρόικας και αυτή σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι εντολοδόχος κυβερνήσεων με τις οποίες πρέπει να διαπραγματευόμαστε σε μια σκληρή πολιτική βάση.
Γιατί ας το θυμηθούμε, η Ευρώπη με την οποία διαπραγματευόμαστε τα τελευταία τέσσερα κρίσιμα χρόνια είναι μια δεξιά στην πλειοψηφία της Ευρώπη, μια Ευρώπη η οποία δεν μπόρεσε να προβλέψει και να διαχειριστεί με επιτυχία την κρίση. Μια Ευρώπη που τώρα τίθεται υπό την δοκιμασία των επόμενων ευρωπαϊκών εκλογών, μια Ευρώπη που πρέπει να γίνει πιο προοδευτική, πιο σοσιαλδημοκρατική και εδώ είναι καθοριστικός ο ρόλος και των Ευρωπαίων δημοκρατών και Σοσιαλιστών, ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος στο οποίο μετέχει το ΠΑΣΟΚ. Αλλά και ο ρόλος του ευρωπαϊκού νότου, που όπως έχουμε πει κατ’ επανάληψη, δεν συναθροίζει μόνο χώρες στη γεωγραφική βάση του ευρωπαϊκού νότου, αλλά και πολιτικές δυνάμεις και πολιτικές αντιλήψεις και κοινωνίες γιατί ο ευρωπαϊκός νότος είναι τελικά μια πολιτική και όχι μια γεωγραφική έννοια.
Αρχίζει τώρα, και όσο περνάνε οι εβδομάδες και φτάνουμε πιο κοντά στην άνοιξη του 2014, αυτό θα κλιμακώνεται, μια πολύ μεγάλη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης. Μια συζήτηση που αποκτά ξανά πολιτικά και αξιακά χαρακτηριστικά και αυτό είναι κρίσιμο και για την Ελλάδα ως χώρα, για την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής, για την οριστική έξοδο από το μνημόνιο. Για την αναγνώριση, πρώτον, των θυσιών του ελληνικού λαού και των επιτευγμάτων της ελληνικής οικονομίας. Και, δεύτερον, για τη συγκρότηση μιας κοινής αντίληψης για το πώς πρέπει να πορευθεί τώρα η Ευρώπη με άλλους όρους ανταγωνιστικότητας και σταθερότητας και όχι με συντηρητικές πολιτικά και νεοφιλελεύθερες οικονομικά απόψεις.
Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να σεβαστούν οι διεθνείς εταίροι μας τις θυσίες του ελληνικού λαού και τα επιτεύγματα της χώρας. Γιατί πρέπει να σταματήσει η ανακύκλωση της αβεβαιότητας. Υπονομεύει τις προσπάθειές μας, προσβάλλει αυτό που κάνουμε ως χώρα. Και τελικά, παρεμποδίζει την ίδια την ανόρθωση της Ευρωζώνης η επανάληψη μιας άδικης, ατεκμηρίωτης, προσβλητικής διεθνούς συζήτησης γύρω από την αντίληψη ότι η Ελλάδα είναι το αίτιο και το επίκεντρο της ευρωπαϊκής και, γιατί όχι, της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Όχι, αυτό δεν αληθεύει. Η Ελλάδα –και αυτό δεν είναι αριθμοί, αυτό είναι ο ιδρώτας, ο κόπος, το αίμα του ελληνικού λαού- έχει καταφέρει το ακατόρθωτο, το μοναδικό: Μια εντυπωσιακή δημοσιονομική προσαρμογή μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Ομολογούν όλοι πια, και η Ευρωπαϊκή Ένωση στο πιο πρόσφατο έγγραφό της, ότι έχει επιτευχθεί μια δημοσιονομική προσαρμογή η οποία ποτέ δεν έχει ξαναεπιτευχθεί και είμαστε πρώτοι σε διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα που προσεγγίζει το 5% του ΑΕΠ.
Αυτό λοιπόν το κείμενο που δώσαμε χτες στη δημοσιότητα είναι το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, που βασίζεται βεβαίως στη βιωσιμότητα, όχι απλά και μόνον του χρέους, αλλά στη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας συνολικά. Γιατί, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι στόχοι της χώρας δεν είναι μόνο δημοσιονομικοί, οι στόχοι της χώρας είναι και μακροοικονομικοί.
Δεν έχει σημασία να διεκδικείς μόνον ένα πρωτογενές πλεόνασμα και μια επάνοδο στη δημοσιονομική ομαλότητα. Σημασία έχει να επανέλθεις μετά από έξι τραγικά και άδικα χρόνια ύφεσης, σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Άρα, οι στόχοι είναι μακροοικονομικοί και η λέξη «μακροοικονομικοί» εδώ σημαίνει πάρα πολλά. Σημαίνει αναπτυξιακοί, κοινωνικοί. Οι στόχοι είναι πολιτικοί γιατί πρέπει η χώρα να έχει δημοκρατική και πολιτική σταθερότητα για να μπορέσει να επανέλθει σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Έχει λοιπόν πάρα πολύ μεγάλη σημασία να συμφωνήσουμε σ’ αυτό το πολιτικό πλαίσιο με τους εταίρους και συνομιλητές μας. Τεχνικοί τρόποι για την εξειδίκευση και την εφαρμογή αυτού που λέω υπάρχουν πολλοί. Και θα εξειδικευθούν μέσα από μια επιστημονική συζήτηση που τη φορά αυτή πρέπει να γίνει χωρίς τεχνικά και επιστημονικά σφάλματα, όπως δυστυχώς έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν από τους εταίρους και συνομιλητές μας.
Αλλά πριν φτάσουμε στην τεχνική εξειδίκευση, η οποία είναι εφικτή, εύκολη, πρέπει να συμφωνήσουμε στο πολιτικό πλαίσιο άρα πρέπει να συμφωνήσουμε πως η Ελλάδα ως εργαστήριο στο οποίο εξελίχθηκε η πανευρωπαϊκή κρίση, είναι και πρέπει να είναι μια ιστορία απαλλαγής από τα δεσμά του μνημονίου και επανόδου στο φυσιολογικό.
Αυτό είναι ζωτικό, πρωτίστως για μας αλλά και για την Ευρώπη συνολικά. Πρέπει εδώ, απαντώντας και στις δηλώσεις που έκανε ο κ. Ρεν προχθές, να πω ότι προφανώς είναι άλλο πράγμα το μνημόνιο που σε προσβάλλει, που σε υποτιμά, που σου αμφισβητεί τη θεσμική ισοτιμία και την εθνική κυριαρχία, τη δημοσιονομική τουλάχιστον και άλλο οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή μιας χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ζώνη του ευρώ.
Βεβαίως και υπάρχει πολυμερής εποπτεία, βεβαίως και υπάρχει υποχρέωση σεβασμού του κοινοτικού κεκτημένου, βεβαίως και υπάρχει υποχρέωση σεβασμού του Συμφώνου Δημοσιονομικής Σταθερότητας, φυσικά και υπάρχουν μηχανισμοί οι οποίοι πρέπει να σου επισημαίνουν το πρόβλημα και να σου υποδεικνύουν εφικτές λύσεις εγκαίρως, γιατί αυτό δεν έγινε στο παρελθόν, εγκαίρως και δημόσια ώστε να ξέρει ο πολίτης, να ξέρει η κοινή γνώμη.
Βεβαίως υπάρχει πολυμερής εποπτεία, βεβαίως υπάρχει Τραπεζική Ένωση και άρα ενιαίοι ευρωπαϊκοί κανόνες που διέπουν όλα τα συστημικής σημασίας Τραπεζικά Ιδρύματα, αλλά όλα αυτά στη βάση της θεσμικής ισοτιμίας, κατά τρόπο κοινό για όλα τα κράτη μέλη και όχι κατά τρόπο άνισο και επικίνδυνο τελικά για ορισμένα από τα μέλη αυτά.
Η θεμελιώδης πολιτική δέσμευση της Προγραμματικής Συμφωνίας, είναι πως δεν αντέχει ο ελληνικός λαός, δεν αντέχει ο Έλληνας πολίτης νέες επιβαρύνσεις, νέους περιορισμούς εισοδηματικούς. Άρα όταν λέμε «όχι στα νέα δημοσιονομικά μέτρα» το εννοούμε.
Υπάρχουν φυσικά ανειλημμένες υποχρεώσεις. Υπάρχουν φυσικά ψηφισμένα και ισχύοντα μέτρα. Υπάρχει ένας προϋπολογισμός, υπάρχει ένα σχέδιο προϋπολογισμού για το επόμενο έτος. Υπάρχει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Σταθερότητας. Όλα αυτά είναι όροι, περιορισμοί, προϋποθέσεις που τις ξέρουμε, που τις έχουμε συζητήσει, που πολύ συχνά με κόπο ψυχής τις έχουμε ψηφίσει.
Αυτό είναι ένα συμφωνημένο πλαίσιο. Αλλά το ξέρουμε, το έχουμε παρουσιάσει στον ελληνικό λαό κι ο ελληνικός λαός το ήξερε αυτό στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του και το Μάιο και τον Ιούνιο του 2012. Όταν κλήθηκε ν’ απαντήσει σε μεγάλα ιστορικά, πολιτικά διλήμματα στις εκλογές τις δίδυμες, που επιβλήθηκαν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2012.
Όμως, τώρα η θέση μας είναι σαφής: Έχουμε φτάσει στο όριο. Αντιθέτως, υπάρχει ένα πολύ σημαντικό πεδίο πρωτοβουλιών και κινήσεων στις διαρθρωτικές αλλαγές, προκειμένου η Ελλάδα ν’ αποκτήσει ένα κανονικό ευρωπαϊκό κράτος, που υποστηρίζει την ανάπτυξη, που υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, που εξυπηρετεί και σέβεται τον πολίτη. Και προκειμένου ν’ αποκτήσει ένα εθνικό παραγωγικό σύστημα ολοκληρωμένο, εύρωστο, ανταγωνιστικό, το οποίο δε βασίζεται στην εύκολη κατανάλωση και τις υπηρεσίες χωρίς παραγωγική βάση, αλλά βασίζεται στην πραγματική αξιοποίηση των συγκριτικών παραγωγικών πλεονεκτημάτων της χώρας.
Άρα, η στροφή που γίνεται τώρα στην πραγματική οικονομία, στις επενδύσεις, στην επιχειρηματικότητα, είναι μια στροφή προς την απασχόληση. Γιατί ξέρουμε όλοι πάρα πολύ καλά ότι ο πρώτος στόχος για μας, αυτό είναι ηθικό ζήτημα, το πρώτο ζήτημα, είναι η ανάσχεσή της ανεργίας, η διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής, νέες μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης, η συγκεκριμένη νομοθετική προστασία των ευπαθών ομάδων, η πλήρης ιατροφαρμακευτική κάλυψη του πληθυσμού. Και ξέρετε πόσο πολύ έχουμε επιμείνει σε ζητήματα όπως οι πλειστηριασμοί ή σε ζητήματα όπως η ανάγκη να γίνουν ορθολογικές και αποτελεσματικές οι ρυθμίσεις των φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών.
Το κείμενο της Προγραμματικής Συμφωνίας, αναδεικνύει ως κορυφαίο σημείο του νέου εθνικού παραγωγικού μοντέλου, το εθνικό φορολογικό σύστημα. Και ξέρουμε ότι για να φτάσουμε σ’ ένα ολοκληρωμένο εθνικό φορολογικό σύστημα, που θα αίρει αδικίες και ανορθολογισμούς, πρέπει να περάσουμε από την ολοκλήρωση της εφαρμογής των έκτακτων μέτρων.
Και χαίρομαι γιατί και στη φορολογία ακινήτων έχουν γίνει πολύ σημαντικά βήματα και θα εξαντλήσουμε κάθε περιθώριο εκλογίκευσης και κάθε περιθώριο αποκατάστασης αδικιών αλλά και σε άλλα ζητήματα, όπως το ΦΠΑ, έχουν γίνει βήματα και απομένουν να γίνουν και άλλα.
Γιατί, το λέμε παντού και το λέει και το κείμενο που δόθηκε στη δημοσιότητα, υπάρχουν δυο μεγάλα, καταλυτικά βάρη που παρεμποδίζουν την ελληνική πραγματική οικονομία: Το υψηλό κόστος χρήματος, λόγω των άδικων επιτοκίων και το υψηλό κόστος ενέργειας, αυτά είναι τώρα οι πρώτες μας προτεραιότητες.
Μέσα από την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, μέσα από την αξιοποίηση του ΕΣΠΑ, γιατί πρέπει να επιτυγχάνουμε καλύτερους μέσους όρους στο κόστος του χρήματος χρησιμοποιώντας τραπεζικά κονδύλια και μη τραπεζικά κονδύλια και μόνον έτσι μπορούμε να φτάσουμε στην αλλαγή του κλίματος, στην εμπέδωση ενός κλίματος αισιοδοξίας, που είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση για να μπορέσει η χώρα να πορευθεί με άλλους ρυθμούς και να βγει οριστικά από τη μέγγενη του μνημονίου.
Η πρώτη ίσως προϋπόθεση είναι η ψυχολογική προϋπόθεση, η προϋπόθεση του κλίματος, το αίσθημα ασφάλειας και κανείς δεν μπορεί να υπονομεύει ακριβώς αυτό το αίσθημα με μία άδικη απολύτως αντιπαραγωγική διεθνή συζήτηση που γίνεται σε λάθος χρόνο με λάθος τρόπο μεταξύ λάθος συζητητών.
Φυσικά εκτός από αυτά, υπάρχουν και οι θεσμικές προϋποθέσεις, η προστασία της Δημοκρατίας, η προστασία του κράτους δικαίου, ο εκλογικός νόμος που δεν μπορεί να αναπαράγει τεχνητές και επικίνδυνες πολώσεις, εις βάρος του ΠΑΣΟΚ βεβαίως που είναι πάντα ο κάρφος των οφθαλμών όλων και ο διεκδικούμενος από όλους χώρος που ανήκει στον εαυτό του, ανήκει στη δημοκρατική παράταξη.
Και φυσικά, το κείμενο αυτό αναφέρεται και στις πρωτοβουλίες μας για την αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά όχι μία τυφλή αναθεώρηση, μία αναθεώρηση που θα προστατέψει τις εγγυήσεις της αυξημένης πλειοψηφίας για τη δεύτερη και καθοριστική φάση της διαδικασίας και φυσικά όλα τα άλλα τα οποία ξέρουμε και προωθούμε με πολύ μεγάλες δυσκολίες, που αφορούν τον χώρο της εκπαίδευσης, τον χώρο της δικαιοσύνης.
Και βεβαίως το χώρο της Δημόσιας Διοίκησης, όπου επαναλαμβάνουμε ότι η αξιολόγηση και η κινητικότητα δεν πρέπει να προκαλεί κανένα άγχος και κανέναν φόβο σε οποιονδήποτε εργαζόμενο στον δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, που εκπληροί στοιχειωδώς τα καθήκοντά του. Γιατί στόχος είναι να κάνουμε το δημόσιο και τον δημόσιο τομέα διαφανή και αποτελεσματικό και όχι να ταλαιπωρούμε τους δημοσίους υπαλλήλους και τους εργαζόμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Γι΄ αυτό και απαιτείται η αποσύνδεση της κινητικότητας από τις λεγόμενες "απολύσεις", που είναι ένας ελάχιστος αριθμός, μόνον εκεί που υπάρχει πραγματικό πρόβλημα ή μόνον εκεί που βεβαίως υπάρχει μη ορθολογική οργάνωση του δημόσιου τομέα και πρέπει να γίνει ένας εκσυγχρονισμός που υπηρετεί τον πολίτη και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, όχι όμως εις βάρος των εργαζομένων.
Από το κείμενο της προγραμματικής συμφωνίας προκύπτει για πολλοστή φορά η διαπίστωση ότι άλλο σχέδιο ούτε υπήρχε ούτε υπάρχει, το δίλημμά μας ήταν πάντα τραγικό και απόλυτο: Ή θα επιλέγαμε αυτό που επιλέξαμε, την επώδυνη προσαρμογή με μεγάλο κόστος που το πληρώσαμε και το πληρώνουμε ή την ανεξέλεγκτη καταστροφή η οποία βεβαίως τώρα θα εύρισκε τη χώρα κρανίου τόπο.
Τα στοιχήματά μας λοιπόν αποκτούν τους επόμενους μήνες έκδηλα πανευρωπαϊκά χαρακτηριστικά και γιατί από 1ης Ιανουαρίου αναλαμβάνουμε την Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μία περίοδο που ταυτίζεται με το μεγάλο ζήτημα του αναπροσανατολισμού της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το στοίχημα της Ελλάδας είναι στοίχημα της Ευρώπης και αυτό πρέπει να το καταλάβουν όλοι οι εταίροι μας.
Σε αυτή τη συγκυρία λοιπόν, που παρουσιάζουμε το ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης και το πλαίσιό του το πολιτικό, έρχεται να αποκτήσει υπόσταση, μορφή, το εγχείρημα της λεγόμενης Κεντροαριστεράς, της συσπείρωσης δηλαδή της ευρύτερης δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης όλου του χώρου, από τη Δεξιά έως την κομμουνιστική Αριστερά.
Ανταποκριθήκαμε άμεσα, με γενναιότητα και γενναιοδωρία, στη σοβαρή πρόσκληση που μας απηύθυναν 58 υπεύθυνα πρόσωπα του δημοσίου βίου, προκειμένου να συσπειρωθούν όλες οι δυνάμεις, πολιτικές, κοινωνικές, επιστημονικές, διανοητικές, του χώρου αυτού.
Το ΠΑΣΟΚ δε διεκδίκησε ποτέ έναν ρόλο ψευτοηγεμονικό, όπως έχω πει, θέλει όμως τον σεβασμό των άλλων και την αναγνώριση του ρόλου του και κυρίως την αναγνώριση του ρόλου σας, του ρόλου μας, ως μελών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, στην οποία στηρίζεται η Κυβέρνηση και η χώρα.
Το εγχείρημα αυτό στην πραγματικότητα απαντά σε ένα δίλημμα που εμείς το απαντήσαμε στις αρχές του καλοκαιριού φέτος, όταν με αφορμή τη γνωστή υπόθεση της ΕΡΤ κληθήκαμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αν η Κυβέρνηση στέκεται, αν η χώρα υπάρχει με μία σταθερή Κυβέρνηση ή αν η χώρα οδεύει προς το άγνωστο, οδεύει προς την πολιτική διάλυση, προς την κρίση, προς ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Σταθήκαμε όρθιοι, αναλάβαμε για μια ακόμη φορά το βάρος, συγκροτήσαμε μια μικρότερου εύρους αλλά πολύ πιο καθαρή αποφασιστική και αποφασισμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, παρακολουθώντας με πολύ μεγάλη λύπη και απορία την παλινδρόμηση των φίλων μας της ΔΗΜΑΡ.
Μπορεί να είναι κάποιος προοδευτικός, δημοκράτης, κεντροαριστερός και να μετέχει στην κυβερνητική ευθύνη; Ή αναγνωρίζεσαι ως προοδευτικός δημοκράτης σοσιαλδημοκράτης, μόνον όταν στρατεύεσαι με μία ετερόκλητη ομιχλώδη και ανεύθυνη Αντιπολίτευση;
Υπάρχει Κεντροαριστερά της ευθύνης ή δικαιούσαι να ονομάζεσαι προοδευτικός και κεντροαριστερός μόνον όταν δεν έχεις να προτείνεις τίποτα και τελικά είσαι εκφραστής μιας παλαιοκομματικής συντεχνιακής αντίληψης, της αντίληψης της παλινόρθωσης, του παλαιού καθεστώτος, δηλαδή της κατάστασης που υπήρχε στη χώρα πριν την κρίση και οδήγησε στην κρίση. Το ΠΑΣΟΚ ως ΠΑΣΟΚ και η Κοινοβουλευτική Ομάδα απάντησε στο ερώτημα αυτό έμπρακτα, σηκώνοντας το βάρος της συμμετοχής της Κυβέρνησης.
Έχει πολύ μεγάλη σημασία, σημασία πολιτική και σημασία ηθική, να έρχονται πολίτες επώνυμοι και λιγότερο επώνυμοι, που δεν ανήκουν ιστορικά στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, που ενδεχομένως δεν ψήφισαν ΠΑΣΟΚ στις δύσκολες εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου κι έχοντας μπροστά τους όλα τα δεδομένα, χωρίς να μπορεί κανείς να πει ότι δεν ήξερε και λένε ρητά με το θάρρος της υπογραφής και της γνώμης τους ότι "ναι υπάρχει Κεντροαριστερά της ευθύνης".
Όποιος λέει ότι "δεν μπορώ να συνεργαστώ με το ΠΑΣΟΚ", το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου, το ΠΑΣΟΚ του Κακλαμάνη, το ΠΑΣΟΚ της Γεννηματά, το ΠΑΣΟΚ του Δριβελέγκα, το ΠΑΣΟΚ του Κρεμαστινού, του Κεγκέρογλου, του Ρήγα και θα μπορούσα να πω όλα τα ονόματά σας, εννοεί ότι "δεν μπορώ να επωμίζομαι το βάρος της διακυβέρνησης, δεν αντέχω να το κάνω αυτό, γιατί πρέπει να διατηρήσω τη δική μου αντίληψη περί Κεντροαριστεράς, περί Αριστεράς, περί προοδευτικής τάσης, που είναι μια αντίληψη τι; Μια αντίληψη κονφορμιστική, μια αντίληψη η οποία είναι συντεχνιακή;
Θα μου επιτρέψετε να πω μια αντίληψη η οποία είναι βαθειά συντηρητική, η αντίληψη της ακινησίας, του λαϊκισμού, της υπόσχεσης σε όλους πως τίποτα δε θα ισχύσει, όλα θα αλλάξουν και θα γυρίσουν στην προ του 2009 κατάσταση. Αυτό είναι το σχέδιο, το εναλλακτικό σχέδιο, δηλαδή ένα εναλλακτικό σχέδιο που δεν πιστεύει κανείς, που δεν υπάρχει, που οδηγεί στο απόλυτο αδιέξοδο, που οδηγεί στην πραγματικότητα στο να εξανεμισθούν όλα όσα κατάφερε ο ελληνικός λαός με τις θυσίες του.
Δηλαδή όλο αυτό που έγινε στη χώρα το προϊόν όλης αυτής της προσπάθειας με αδικίες με ανισότητες με λάθη, αντί να το πάρουμε και να το κάνουμε μια μεγάλη εθνική περιουσία, λέμε ότι είμαστε έτοιμοι να το διασκορπίσουμε μέσα σε λίγες εβδομάδες με δημαγωγικές λαϊκιστικές συντηρητικές πολιτικές εθνικά ανεύθυνες και ευρωπαϊκά απαράδεκτες, που εκθέτουν σε τεράστιους κινδύνους τον απλό άνθρωπο, γιατί πάντα ο πιο απλός ο πιο ανυπεράσπιστος, ο πιο αδύναμος είναι αυτός που υφίσταται τις επιπτώσεις.
Λέμε πως ναι, αυτό το εγχείρημα της Κεντροαριστεράς, της ευρύτερης δημοκρατικής προοδευτικής Παράταξης, έχει μπροστά του δυο πολύ σημαντικές προκλήσεις, δυο μεγάλα πεδία ανάπτυξης: τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές με σεβασμό στις τοπικές κοινωνίες, με σεβασμό στα πρόσωπα που έχουν αναδειχθεί στην Τοπική Αυτοδιοίκηση μέσα από τη δουλειά τους, χωρίς καπέλα χωρίς χρίσματα χωρίς μικροκομματικές μεθοδεύσεις χωρίς μιζέριες, με ανοιχτή τη διάθεσή μας και με ανοιχτές όλες τις πόρτες σε όλη την κοινωνία.
Και βέβαια το δεύτερο μεγάλο γήπεδο είναι οι ευρωπαϊκές εκλογές, οι ευρωεκλογές, η παρουσία του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών. Υπάρχουν τα φερέφωνα της μικροπολιτικής που λένε «το ΠΑΣΟΚ πάει να κρυφτεί πίσω από το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα». Μα το ΠΑΣΟΚ είναι ο εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος στην Ελλάδα. Μετέχουμε. Και έχουμε υποχρέωση, όπως και όλες οι άλλες χώρες, όλα τα άλλα κόμματα έχουν υποχρέωση να εφαρμόσουμε τη σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όχι του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, και να αναδείξουμε στις ευρωεκλογές το όνομα και την πολιτική πρόταση των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων, του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος η Νέα Δημοκρατία και ούτω καθ’ εξής και να υποστηρίξουμε μια λίστα υποψηφίων που θα έχει αναδειχθεί με διαφανείς, αξιοκρατικές διαδικασίες.
Γι' αυτό και θέλω σήμερα να πούμε ότι το ΠΑΣΟΚ στις αρχές της χρονιάς τον Ιανουάριο οργανώνει σε συνεργασία με όλες τις δυνάμεις της ευρύτερης δημοκρατικής Παράταξης, ως πρωτοβουλία της Κεντροαριστεράς, συνδιοργανώνει έχοντας την εκπροσώπηση του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, όπως μας έχει συστήσει το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, μια μεγάλη Συνδιάσκεψη για την Ευρώπη και τις ευρωεκλογές, μέσα από την οποία θα αναδειχθεί και το πρόγραμμα και η πρόταση, η δική μας πρόταση για την Ευρώπη και την Ελλάδα μέσα στην Ευρώπη, αλλά και η λίστα των υποψηφίων μας στις ευρωεκλογές.
Αυτό σημαίνει ότι το εγχείρημα της Κεντροαριστεράς πρέπει να αποκτήσει υπόσταση σε τοπικό επίπεδο. Δεν είναι εγχείρημα του ΠΑΣΟΚ αλλά είναι εγχείρημα που το υποστηρίζουμε και το θεωρούμε σοβαρό και αξιόπιστο και θα το υποστηρίξουμε και σε τοπικό επίπεδο, όπως θα το υποστηρίξουμε και στο διαδίκτυο το οποίο δυστυχώς κυριαρχείται από ένα λόγο, ο οποίος δεν έχει χαρακτηριστικά ορθολογικά και διαφανή. Υπάρχει βέβαια και το ένα και το άλλο στο διαδίκτυο, αλλά είναι δραματικό να κυριαρχεί σε πάρα πολλές εκφάνσεις του ένας λόγος ο οποίος είναι μονομερής, ξενοφοβικός, ρατσιστικός, αυταρχικός, αντιδημοκρατικός, αντικοινοβουλευτικός.
Το κείμενο της προγραμματικής συμφωνίας έρχεται μετά από τη μεγάλη αλλαγή που έχει συντελεστεί στην αντίληψή μας για τη Δημοκρατία και το κράτος δικαίου με αφορμή τη Χρυσή Αυγή. Κάποιοι πάνε να ξεχάσουν ή να υποβαθμίσουν το ρόλο μας τη συμβολή του ΠΑΣΟΚ, θα μου επιτρέψετε να πω και τη δική μου προσωπικά. Ήδη πριν τις εκλογές του Μαΐου του 2012 θέτουμε το ζήτημα του εκφασισμού της κοινωνίας, το ζήτημα της πολιτικής και κοινωνικής βίας, του αυταρχισμού που δεν είναι ζήτημα ξενοφοβικό, ρατσιστικό, μόνο. Είναι ένα ζήτημα δημοκρατίας. Είναι ένα ζήτημα κοινωνικής συνοχής, ένα ζήτημα ασφάλειας για κάθε πολίτη, άλλωστε το τελευταίο θύμα της απροκάλυπτης βίας είναι ο αείμνηστος Φύσσας, ένας Έλληνας πολίτης, ένας προοδευτικός άνθρωπος, ένας καλλιτέχνης που έγινε τελικά το αντικείμενο του μίσους και της επίδειξης πολιτικού αυταρχισμού και ισχύος από μέρους της Χρυσής Αυγής. Όχι του Κόμματος της Χρυσής Αυγής, ή των δημοσκοπικών οπαδών της Χρυσής Αυγής, αλλά μιας εγκληματικής οργάνωσης που συγκροτήθηκε και λειτουργεί μέσα στο κέλυφος ενός πολιτικού κόμματος.
Άρα είμαστε υπερήφανοι γιατί επιμείναμε για το συνταγματικό τόξο, για την ανάγκη θεσμικής αντίδρασης και δεν εισακουστήκαμε εγκαίρως. Έπρεπε αυτή η περιβόητη πολιτική βούληση που έλειπε, να έχει συγκροτηθεί πολύ νωρίτερα και πολύ πιο αυθόρμητα, άμεσα, με τη γενναιότητα και την αποφασιστικότητα που απαιτείται.
Αυτή ήταν πάντα η δημοκρατική Παράταξη. Αυτό σημαίνει πολιτική αξιών και αρχών. Και θεωρώ πραγματικά αφελές να λέει κάποιος «έγιναν αυτά με πρωτοβουλία της Δικαιοσύνης πρωτίστως», γιατί η Δικαιοσύνη κινείται ανεξάρτητα και με τους ρυθμούς της και ερμηνεύει την ισχύουσα ποινική νομοθεσία. Έγιναν αυτά και δεν άλλαξαν οι δημοσκοπικοί συσχετισμοί λες και θα έφευγαν οι δημοσκοπικοί οπαδοί της Χρυσής Αυγής, να πάνε να δηλώσουν ΠΑΣΟΚ επειδή το ΠΑΣΟΚ άνοιξε μέτωπο με τη Χρυσή Αυγή και ζητούσε να εφαρμοστούν οι νόμοι εναντίον της ηγεσίας και των μελών της εγκληματικής Οργάνωσης, όχι του Κόμματος.
Είναι ποτέ δυνατό; Αυτό μας ενδιαφέρει εμάς; Εμάς μας ενδιαφέρει να λειτουργεί η Δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Αυτή είναι πολιτική ηγεμονία, την πολιτική ηγεμονία την έχει αυτός ο οποίος υπερασπίζεται τους θεσμούς με μακροπρόθεσμα κριτήρια και όχι με φτηνά μικροκομματικά συγκυριακά κριτήρια και θα ωφεληθεί όταν καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός, όταν γίνουν οι ψύχραιμες σκέψεις, οι συνολικές αποτιμήσεις.
Γιατί φυσικά οργίζονται οι άνθρωποι, εξεγείρονται, δεν θυμούνται τι έγινε πριν το 2009 δεν μπορούν να καταλογίσουν ιστορικές ευθύνες. Ο καθένας βλέπει τι έχει μπροστά του, ποιο είναι το άμεσο βιοτικό πρόβλημα, ξέρει αυτόν που του έκοψε τη σύνταξη, αυτόν που του έκοψε το μισθό, αυτόν που ενδεχομένως ευθύνεται στη δική του συνείδηση για το κλείσιμο μιας επιχείρησης ή γιατί το παιδί του είναι άνεργο.
Και ναι, μας καταλογίζουν ευθύνες, μας κατακρίνουν, μας επιτίθενται, μας λοιδορούν, μας καταψηφίζουν, μας αμφισβητούν, ναι. Θα έρθει η ώρα της ιστορικής αποτίμησης. Αλλά για να έρθει η ώρα της ιστορικής αποτίμησης και της πολιτικής κεφαλαιοποίησης και ανακεφαλαιοποίησης της Παράταξης -δεν ανακεφαλαιοποιούνται μόνο οι Τράπεζες, ανακεφαλαιοποιούνται και οι Παρατάξεις- πρέπει να υπάρχει η χώρα. Όπως έπρεπε να υπάρχει το τραπεζικό σύστημα για να ανακεφαλαιοποιηθεί.
Και θα γίνει η ανακεφαλαιοποίηση. Θα σκεφτούν όλοι ωριμότερα, με ένα πιο συνολικό και δίκαιο τρόπο. Αλλά για να το πετύχουμε αυτό πρέπει να υπάρχει Κυβέρνηση, πρέπει να υπάρχει η χώρα, πρέπει να ολοκληρωθεί η εφαρμογή του προγράμματος και πρέπει να απαντήσουμε στην αθλιότητα μιας αντιπολίτευσης η οποία δεν κινείται όπως εκινείτο η αντιπολίτευση μέχρι το 2009 μέχρι το 2010 με όρους πολιτικούς κοινοβουλευτικούς δημοκρατικούς, αλλά με όρους πρωτοφανούς εμπάθειας που είναι η απόδειξη του απόλυτου στρατηγικού αδιεξόδου.
Εμείς δεν συμφωνήσαμε με τη θεωρία των δύο άκρων, γιατί είναι μια θεωρία η οποία δεν απεδείχθη την κρίσιμη ιστορική στιγμή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είμαστε όμως εκφραστές της θεωρίας του ενός άκρου γιατί η βία δεν συνιστά δύο άκρα, δεν ανάγεται σε αξίες και αρχές, δεν υπάρχει μια ναζιστική ή μία κομμουνιστική ή κομμουνιστογενής αντίληψη περί βίας. Όχι.
Η βία είναι αποκρουστέα ανεξάρτητα από το πρόσχημα που επικαλείται ο οποιοσδήποτε. Και ως εκ τούτου είμαστε αντίπαλοι και της τεχνητής πόλωσης μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ η οποία παρά τις προσπάθειες δεν μπορεί να υπερβεί μέσα επίπεδα, τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με τα δεδομένα της μεταπολίτευσης και πολύ περισσότερο αντίπαλοι της θεωρίας των δύο άκρων, γιατί είμαστε οπαδοί της καθαρής θεωρίας του ενός άκρου που είναι η βία από οπουδήποτε κι αν προέρχεται.
Άρα βλέπετε ότι το αντιμνημονιακό θερμοκήπιο ισχύει. Εξανίστανται βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ επειδή η πρόταση ονομαστικής ψηφοφορίας του ΠΑΣΟΚ τους ανάγκασε να ψηφίσουν –κάποιοι δεν ψήφισαν- την πρόταση για την αναστολή χρηματοδότησης. Και υπάρχουν κόμματα που δυστυχώς χωρίς λόγο δεν ψήφισαν την τροπολογία αυτή και δεν συντάχθηκαν με το συνταγματικό τόξο. Και το ΚΚΕ ιδίως δεν είχε κανένα λόγο γιατί είναι μια ιστορική και θεσμική παράμετρος του κεκτημένου της μεταπολίτευσης και της δημοκρατίας της μεταπολίτευσης.
Αλλά το κόμμα, ο σχηματισμός, η ηγετική ομάδα που είναι σε απόλυτο στρατηγικό αδιέξοδο είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κ. Τσίπρας προσωπικά. Δεν μπορούν να πουν τίποτε, δεν έχουν να πουν τίποτε επί της ουσίας. Η γνωστή αντίφαση ένας πιο σκληρός, οξύς, δημαγωγικός λαϊκιστικός λόγος στο εσωτερικό, γλείψιμο στο εξωτερικό όταν βρισκόμαστε με Ευρωπαίους παράγοντες χωρίς τίποτα το συγκεκριμένο και το ολοκληρωμένο και πάντα μία αδικαιολόγητη, αριθμητικά αδικαιολόγητη λογική εφόδου, ότι «ελάτε, ένα ντου και καταλάβαμε την εξουσία». Δεν έγινε αυτό το Μάιο. «Ελάτε ένα ντου ακόμη» τον Ιούνιο. Δεν έγινε. Το ΠΑΣΟΚ φταίει γιατί αντιστάθηκε, γιατί το ΠΑΣΟΚ ήθελαν όλοι να κανιβαλέψουν, όλοι ανεξαιρέτως. Και αντιστάθηκε το ΠΑΣΟΚ, το τραυματισμένο ΠΑΣΟΚ ήταν ο στρατηγικός παράγοντας όλης της εξέλιξης.
Και τώρα πάλι: «ελάτε, μια έφοδος, το Σεπτέμβριο». Δεν άναψαν οι φωτιές του Σεπτεμβρίου. Δεν άναψαν οι φωτιές του Οκτωβρίου. Δεν έχουμε τι να πούμε. Άρα ξανά επίθεση στο ΠΑΣΟΚ. Ξανά επίθεση στον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. Μεγάλο λάθος. Πολύ μεγάλο λάθος.
Άρα πρόκειται για την ψευδαίσθηση ενός πλειοψηφικού ρεύματος που δεν υπάρχει. Γιατί δεν συγκροτείς ρεύμα ως ψευτοριζοσπαστικό, συντεχνιακό, συντηρητικό κόμμα του δημόσιου τομέα και της ακινησίας. Της διατήρησης των αγκυλώσεων και των προνομίων. Γιατί αυτή είναι η μήτρα της κρίσης.
Και ποια είναι η πολιτική συμμαχιών; Με ποιες κοινωνικές δυνάμεις και με ποια κόμματα; Πάλι με τον κ. Καμμένο και τους Ανεξάρτητους Έλληνες; Ποιους απ’ όλους; Αυτούς που βλέπουν προς το ΣΥΡΙΖΑ, ή αυτούς που βλέπουν προς άλλα σχήματα;
Το χειρότερο όμως, το προσβλητικότερο για την κοινωνία, είναι η απροκάλυπτη επένδυση στο σενάριο της καταστροφής και η εκβιαστική, η χυδαία απειλή προς καθέναν που εμφανίζεται να επενδύσει, προς καθέναν που εμφανίζεται να βοηθήσει την εθνική οικονομία. Απροκάλυπτη και χυδαία υπονόμευση των προσπαθειών της χώρας για ανάπτυξη και απασχόληση.
Δηλαδή να μην γίνει απολύτως τίποτα, να καταστραφεί η οικονομία, να πεινάσουν και να εξαθλιωθούν οι Έλληνες για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε ρεύμα εκλογικό. Δεν γίνεται αυτό. Αντιβαίνει στο ένστικτο αυτοσυντήρησης του κάθε προσώπου και της κοινωνίας συνολικά. Προτείνουν κάτι που είναι φυσικά αδύνατο.
Ζητούν από την κοινωνία να αποδεχθεί την καταστροφή της για να μπορέσουν αυτοί να πετύχουν σε μια στρατηγική εφόδου που δεν έχει πετύχει ποτέ και δεν θα πετύχει.
Δεν μπορούν να κρύψουν το άγχος τους. Έγινε τώρα και ειδική τοποθέτηση. Είδα για την κεντροαριστερά. Τους απασχολεί πάρα πολύ και δηλώνουν την ενόχλησή τους για την ανάπτυξη αυτής της πρωτοβουλίας. Αργήσανε να το κάνουν. Είμαι βέβαιος ότι το σκέφτονται πολύ περισσότερο απ’ ό,τι το λένε.
Φίλες και φίλοι, συναδέλφισσες και συνάδελφοι, ξέρω πόσο δυσάρεστα είναι τα πράγματα για την καθεμιά και τον καθένα από εσάς. Ξέρω πόσο δύσκολο είναι εκεί που ήμασταν όλοι συνηθισμένοι να πορευόμαστε μέσα στις τοπικές κοινωνίες, μέσα σε μεγάλα ακροατήρια, να έχουμε υψηλές δημοφιλίες, μεγάλη παραδοχή. Όλοι να μας χειροκροτούν, όλοι να συζητούν μαζί μας για το τι περισσότερο θα δοθεί σε κάθε εργαζόμενο, σε κάθε κοινωνική ομάδα και τώρα να είμαστε υποχρεωμένοι, να είστε υποχρεωμένοι να δίνετε εξηγήσεις στην κοινή γνώμη, στα μικρά τοπικά ακροατήρια, στο φιλικό και οικογενειακό σας περιβάλλον, γιατί η μία περικοπή, γιατί η άλλη περικοπή, γιατί η μία απειλή, γιατί το άλλο πρόβλημα. Γιατί η Γερμανία, γιατί η Επιτροπή, γιατί το ΔΝΤ, γιατί ο κ. Τόμσεν, γιατί ο κ. Ρεν, γιατί ο κ. Μορς.
Τι θα γίνει; Εάν έχουμε πρόβλημα; Το δημοσιονομικό κενό, το χρηματοδοτικό κενό, η βιωσιμότητα. Όλα αυτά είναι μια μιζέρια. Διαχειριζόμαστε μια δύσκολη περίσταση, αλλά αυτά είναι τα μεγάλα ιστορικά διλήμματα. Έτσι γράφεται αυτή η πολύπαθη ελληνική πολιτική και κοινωνική ιστορία. Θα μας θυμηθεί κανείς στις υποσημειώσεις της; Δεν το ξέρω και δεν μπορώ να σας το εγγυηθώ.
Αλλά οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι απαντήσεις συνειδησιακές, ηθικές. Πιστεύουμε ότι αυτό που κάνουμε προστατεύει τη χώρα από κάτι που προφανώς είναι τρισχειρότερο, ασύγκριτα χειρότερο. Άρα δεν μπορέσαμε να κάνουμε κάτι καλό για τον τόπο με την θετική έννοια του όρου τα τελευταία χρόνια, αλλά κάναμε αυτό που προστάτευσε όσο γινόταν περισσότερο τον κάθε Έλληνα πολίτη και την πατρίδα συνολικά.
Είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό αυτό; Το έχω πει πολλές φορές. Το βίωμα δεν μπορείς να το αντικρούσεις με λογικά επιχειρήματα, αλλά υπάρχουν οι πληροφορίες, οι ειδήσεις. Υπάρχει η γνώση για το τι συμβαίνει διεθνώς. Πιστεύετε ότι το κυπριακό μοντέλο ήταν καλύτερο από το ελληνικό; Πιστεύετε ότι είναι λογικό χώρες κολοσσιαίας οικονομικής δύναμης όπως η Ιταλία, η Ισπανία, παλιές αυτοκρατορίες, να υφίστανται αυτή την ταπείνωση του μνημονίου χωρίς δάνειο μάλιστα.
Δεν γίνεται αντιληπτό ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μια μεγάλη παρέα, κοινωνιών και οικονομιών που λίγο πολύ περνάνε από το ίδιο εξαιρετικά δραματικό καθαρτήριο. Τι είναι όλοι αυτοί; Θα μου πείτε δεν υπήρχε άλλη λύση πιο έξυπνη, πιο προοδευτική, πιο ριζοσπαστική; Ναι υπήρχε, αλλά θα έπρεπε να έχουμε μια Ευρώπη πιο ριζοσπαστική, πιο προοδευτική, πιο αποφασισμένη.
Αυτή η Ευρώπη από κάποιους ψηφίζεται και από κάποιους δεν ψηφίζεται. Υπάρχει μια δημοκρατία, υπάρχουν κοινωνίες, υπάρχουν εκλογές, κοινοβούλια, κυβερνήσεις. Γι’ αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να συμβάλουμε στην αλλαγή των πανευρωπαϊκών συσχετισμών. Αλλά δεν είμαστε μόνοι μας και κάναμε την επιλογή να μην είμαστε μόνοι μας και ευτυχώς δεν είμαστε μόνοι μας, γιατί μια Ελλάδα εκτός Ευρώπης και εκτός διεθνών συσχετισμών θα ήταν τώρα μια καταστραμμένη χώρα. Άρα πρέπει να πιστέψουμε σε αυτό που κάνουμε.
Από την άλλη μεριά, εφόσον το πιστεύουμε και θα το κάνουμε και το κάνουμε και το κάναμε αυτό με τόσο επώδυνο και δύσκολο τρόπο τα προηγούμενα χρόνια, δεν χρειάζεται να αλλοιώνουμε την εικόνα με μικρές κινήσεις οι οποίες δεν παράγουν κανένα ουσιαστικό πολιτικό αποτέλεσμα. Με μικροαντιστάσεις. Ναι, προσπαθούμε να κάνουμε την καλύτερη διαπραγμάτευση και με τη Ν.Δ. και με την τρόικα βέβαια, γιατί δεν αρκεί να διαπραγματεύεσαι με τη Ν.Δ. πρέπει να διαπραγματεύεσαι με την τρόικα, με τις αγορές. Πρέπει να αντιμετωπίζεις το πρόβλημα, όχι απλά και μόνο το συνομιλητή σου.
Εκεί να διαθέτουμε τις δυνάμεις μας, τις προτάσεις μας, τις ιδέες μας, το σθένος μας. Εκεί στην διαπραγμάτευση και με τη Ν.Δ. και με την τρόικα και με τις αγορές και με όλους αυτούς που υπονομεύουν τη χώρα και τους Έλληνες. Αλλά όταν διαμορφώνεται ένα πλαίσιο, πρέπει το πλαίσιο αυτό να το προβάλουμε, να το υπηρετούμε, να το εξηγούμε, να πείθουμε τον πολίτη ότι υπάρχει προοπτική, γιατί αυτή είναι η μόνη προοπτική.
Μικρές κινήσεις προσωπικής διαφοροποίησης, ή φευγαλέου συμβολισμού ευαισθησίας δεν σημαίνουν τίποτα. Κανείς δεν είναι πιο ευαίσθητος από τον άλλον. Και δεν θέλω να επικαλούμαι προσωπικά παραδείγματα. Θα μου επιτρέψετε να πω ότι μπορούσα να έχω κάνει μια άλλη επιλογή σε πολύ κρίσιμες στιγμές και τώρα εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο οι δυνάμεις οι οποίες υποτίθεται προτείνουν μια εναλλακτική λύση.
Είναι ζήτημα προσωπικής εντιμότητας, σχέσης με την ειλικρίνεια και την αλήθεια, να κάνεις τη μία ή την άλλη επιλογή. Και θα κριθούμε όλοι. Ο ανθρώπινος βίος είναι πολύ μικρός για να χωρέσει τέτοιου είδους διλήμματα. Αλλά εάν στη ζωή σου δεν σου τύχει να τα αντιμετωπίσεις, τότε δεν έχεις ζήσει τη ζωή σου στην ολότητά της.
Δεν έχεις αντιμετωπίσει όλο το εύρος των διλημμάτων και δεν έχεις δοκιμάσει τη συνείδησή σου με τον τρόπο που απαιτείται, ώστε να γίνεις ένας πραγματικά ιστορικός πολίτης με συνείδηση δημοκρατίας. Κι εμείς αυτό πρέπει να είμαστε. Και είμαι βέβαιος ότι η Κοινοβουλευτική Ομάδα ως ένας άνθρωπος, διέπεται από αυτή την καθαρή, ενιαία και ισχυρή ιστορική και δημοκρατική συνείδηση››.
‹‹Φίλες και φίλοι, θέλω να ευχηθώ πριν από οτιδήποτε άλλο να έχουμε μια αποτελεσματική και αξιόπιστη κοινοβουλευτική σύνοδο. Μετά από τη λειτουργία των τμημάτων διακοπής των εργασιών της Βουλής, άρχισε ξανά τη δουλειά της η Ολομέλεια και η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ καλείται σε μια ακόμη Σύνοδο να σηκώσει το μεγάλο βάρος της προστασίας, της σταθερότητας, όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά της χώρας συνολικά.
Όπως είπε ο Γραμματέας της Κ.Ο. Τάκης Ρήγας προηγουμένως, συνεδριάζουμε σήμερα αμέσως μετά τη χθεσινή επίσημη έγκριση και ανακοίνωση του προγραμματικού πλαισίου που διέπει την κυβέρνησή μας. Τα δύο κόμματα συμφωνήσαμε χθες, στο επίπεδο των αρχηγών τους, ένα κείμενο που δεν είναι μια συμφωνία ανάμεσα στα δυο κόμματα, αλλά όπως είπα, είναι μια συμφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση και την ελληνική κοινωνία. Είναι μια ανοιχτή πρόσκληση προς όλες τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις να συμπράξουν, να συστρατευτούν, προκειμένου να πετύχουμε την ελάχιστη βάση εθνικής και κοινωνικής συναίνεσης, αλλά και τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων που απαιτείται προκειμένου να βγούμε οριστικά από την κρίση.
Η προγραμματική συμφωνία που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα είναι το πολιτικό πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης, όπως το θέλουμε, όπως το ζητούμε, όπως το απαιτούν οι ανάγκες της χώρας.
Στο χθεσινό κείμενο αποτυπώνονται όλες οι προτεραιότητες και όλες οι ευαισθησίες που κατά καιρούς έχει αναδείξει το ΠΑΣΟΚ, άρα πρόκειται για ένα κείμενο που αναμφίβολα εναρμονίζεται με τις πολιτικές αποφάσεις του συνεδρίου μας και με τα όσα έχει κατ’ επανάληψη τονίσει όχι μόνο η Κοινοβουλευτική Ομάδα, αλλά και η Κεντρική Πολιτική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ.
Φυσικά, πρόκειται για ένα κείμενο συμφωνίας, για ένα προϊόν διαπραγμάτευσης. Δεν ασκούμε μόνοι μας την διακυβέρνηση της χώρας, αλλά και η Ν.Δ. έχει αντιληφθεί πάρα πολύ καλά ότι δεν ασκεί μόνη της τη διακυβέρνηση της χώρας.
Το κείμενο της προγραμματικής συμφωνίας δεν καταργεί τις διαφορές. Ιδεολογικές, αξιακές, πολιτικές, ιστορικές. Δεν καταργεί τη μνήμη ή τα αισθήματα, αλλά αναγνωρίζει μια πραγματικότητα η οποία μας υπερβαίνει όλους καθώς η χώρα διέρχεται μια κατάσταση κρίσης, εθνικής κρίσης. Συνεπώς η συνεργασία επιβάλλεται για λόγους εθνικής ανάγκης και όταν έχει να αντιμετωπίσει κανείς τέτοιου είδους προβλήματα και τόσο μεγάλους στόχους, δεν συγχωρείται καμία αμφιταλάντευση, καμία ασάφεια, καμία παλινδρόμηση, καμία αμφιθυμία.
Εις πείσμα δε όλων εκείνων που τοποθετούνται μέσα στο ομιχλώδες πλαίσιο της ετερόκλητης αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης, ή κάπου ενδιάμεσα χωρίς να μπορούν να αυτοπροσδιοριστούν, η συμφωνία μας είναι επίμονα ανοιχτή για όλες τις πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες δεν έχουν να διατυπώσουν καμία εναλλακτική πρόταση και πολύ περισσότερο καμία υπεύθυνη, συγκροτημένη, ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση.
Είπα προχθές σε μια συνέντευξή μου ότι το μεγάλο εθνικό δράμα είναι αυτός ο τεχνητός διχασμός, που έχει φτάσει πια να δημιουργεί οιωνοί εμφυλιοπολεμικές συνθήκες, γιατί κάποιοι έχουν κάνει την εσφαλμένη επιλογή να επενδύουν συστηματικά, απροκάλυπτα μόνο στα σενάρια της εθνικής καταστροφής, της οικονομικής καταστροφής, του κοινωνικού αδιεξόδου, ακόμη και της κρίσης στη λειτουργία των δημοκρατικών και κοινοβουλευτικών θεσμών.
Η χώρα χρειάζεται ειλικρίνεια και σταθερότητα. Η χώρα χρειάζεται χρόνο, προκειμένου να ολοκληρωθεί ένα πολύ επώδυνο σχέδιο. Γι’ αυτό και η βάση της συμφωνίας μας προκειμένου να σταματήσει κάθε σενάριο και κάθε μυθολογία, είναι η εξάντληση της τετραετίας. Χρειαζόμαστε το χρόνο που μας απομένει έως τη φυσιολογική λήξη αυτής της βουλευτικής περιόδου, γιατί ποτέ άλλοτε δεν είχαμε τόσα πολλά να κάνουμε σε αυτό το χρόνο.
Βεβαίως, η συμφωνία αυτή, αυτό το πολιτικό πλαίσιο του εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης απαιτεί συνεχή εξειδίκευση που παίρνει τη μορφή νομοσχεδίων, παίρνει τη μορφή πολιτικών πρωτοβουλιών. Όλες αυτές οι εξειδικεύσεις στο επίπεδο κάθε υπουργείου, ή κάθε ομάδας συναρμοδίων υπουργών, είναι και θα είναι προϊόν μιας ανοιχτής, διαφανούς, θεσμικά οργανωμένης διαπραγμάτευσης, στο πλαίσιο της συνταγματικής λειτουργίας της Βουλής, άρα και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και της κυβέρνησης και των οργάνων της.
Αυτό βασίζεται πάνω σας. Η Βουλή, όπως λέει ρητά το ακροτελεύτιο σημείο της συμφωνίας αυτής, είναι το επίκεντρο όλων των εξελίξεων. Άρα καθοριστικός είναι ο ρόλος των δύο κοινοβουλευτικών ομάδων που σηκώνουν το βάρος της κυβερνητικής πλειοψηφίας και άρα της ευθύνης. Και πιο συγκεκριμένα βέβαια η ευθύνη βαραίνει, δυστυχώς, παντού και πάντα το ΠΑΣΟΚ που αίρει τις αμαρτίες της χώρας συνολικά, για λόγους που έχουμε εξηγήσει πάρα πολλές φορές και το είχαμε κάνει, νομίζω, αναλυτικά και στο διήμερο συνέδριο της 3ης και 4ης Σεπτεμβρίου, πριν από λίγες εβδομάδες, όταν τιμήσαμε με ουσιαστικό τρόπο την επέτειο της ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ.
Άρα αντιλαμβάνομαι πόσο μεγάλο βάρος σηκώνει η καθεμιά και ο καθένας από εσάς, τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, όπως ακριβώς συνέβη και με τους συναδέλφους μας τους βουλευτές της προηγουμένης κοινοβουλευτικής περιόδου, τα μέλη της ηρωικής κοινοβουλευτικής ομάδας της περιόδου 2009 – 2012.
Αυτό το εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης είναι η μόνη πρόταση εξόδου από το μνημόνιο. Η μόνη ασφαλής συγκεκριμένη και αποτελεσματική πρόταση. Εμείς είμαστε αυτοί που ενδιαφερόμαστε να βγει η χώρα οριστικά από το μνημόνιο. Να το ξεπεράσουμε. Όλοι οι άλλοι, δυστυχώς, επενδύουν, από την ασφάλεια της αντιπολίτευσης, στην ύπαρξη του μνημονίου, στην αναπαραγωγή του, την επανάληψή του.
Το κείμενο όμως αυτό που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, επιτελεί και μια άλλη λειτουργία πάρα πολύ σημαντική. Συνιστά το πλαίσιο της εθνικής διαπραγμάτευσης με την τρόικα. Και όταν λέω τρόικα δεν εννοώ υπηρεσιακά στελέχη, δεν εννοώ τρεις διεθνείς οργανισμούς. Εννοώ και τις κυβερνήσεις των εταίρων και πιστωτών μας, στους κόλπους της ευρωζώνης, γιατί καθ’ οδόν έχει αλλάξει η φύση της τρόικας και αυτή σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι εντολοδόχος κυβερνήσεων με τις οποίες πρέπει να διαπραγματευόμαστε σε μια σκληρή πολιτική βάση.
Γιατί ας το θυμηθούμε, η Ευρώπη με την οποία διαπραγματευόμαστε τα τελευταία τέσσερα κρίσιμα χρόνια είναι μια δεξιά στην πλειοψηφία της Ευρώπη, μια Ευρώπη η οποία δεν μπόρεσε να προβλέψει και να διαχειριστεί με επιτυχία την κρίση. Μια Ευρώπη που τώρα τίθεται υπό την δοκιμασία των επόμενων ευρωπαϊκών εκλογών, μια Ευρώπη που πρέπει να γίνει πιο προοδευτική, πιο σοσιαλδημοκρατική και εδώ είναι καθοριστικός ο ρόλος και των Ευρωπαίων δημοκρατών και Σοσιαλιστών, ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος στο οποίο μετέχει το ΠΑΣΟΚ. Αλλά και ο ρόλος του ευρωπαϊκού νότου, που όπως έχουμε πει κατ’ επανάληψη, δεν συναθροίζει μόνο χώρες στη γεωγραφική βάση του ευρωπαϊκού νότου, αλλά και πολιτικές δυνάμεις και πολιτικές αντιλήψεις και κοινωνίες γιατί ο ευρωπαϊκός νότος είναι τελικά μια πολιτική και όχι μια γεωγραφική έννοια.
Αρχίζει τώρα, και όσο περνάνε οι εβδομάδες και φτάνουμε πιο κοντά στην άνοιξη του 2014, αυτό θα κλιμακώνεται, μια πολύ μεγάλη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης. Μια συζήτηση που αποκτά ξανά πολιτικά και αξιακά χαρακτηριστικά και αυτό είναι κρίσιμο και για την Ελλάδα ως χώρα, για την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής, για την οριστική έξοδο από το μνημόνιο. Για την αναγνώριση, πρώτον, των θυσιών του ελληνικού λαού και των επιτευγμάτων της ελληνικής οικονομίας. Και, δεύτερον, για τη συγκρότηση μιας κοινής αντίληψης για το πώς πρέπει να πορευθεί τώρα η Ευρώπη με άλλους όρους ανταγωνιστικότητας και σταθερότητας και όχι με συντηρητικές πολιτικά και νεοφιλελεύθερες οικονομικά απόψεις.
Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να σεβαστούν οι διεθνείς εταίροι μας τις θυσίες του ελληνικού λαού και τα επιτεύγματα της χώρας. Γιατί πρέπει να σταματήσει η ανακύκλωση της αβεβαιότητας. Υπονομεύει τις προσπάθειές μας, προσβάλλει αυτό που κάνουμε ως χώρα. Και τελικά, παρεμποδίζει την ίδια την ανόρθωση της Ευρωζώνης η επανάληψη μιας άδικης, ατεκμηρίωτης, προσβλητικής διεθνούς συζήτησης γύρω από την αντίληψη ότι η Ελλάδα είναι το αίτιο και το επίκεντρο της ευρωπαϊκής και, γιατί όχι, της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Όχι, αυτό δεν αληθεύει. Η Ελλάδα –και αυτό δεν είναι αριθμοί, αυτό είναι ο ιδρώτας, ο κόπος, το αίμα του ελληνικού λαού- έχει καταφέρει το ακατόρθωτο, το μοναδικό: Μια εντυπωσιακή δημοσιονομική προσαρμογή μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Ομολογούν όλοι πια, και η Ευρωπαϊκή Ένωση στο πιο πρόσφατο έγγραφό της, ότι έχει επιτευχθεί μια δημοσιονομική προσαρμογή η οποία ποτέ δεν έχει ξαναεπιτευχθεί και είμαστε πρώτοι σε διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα που προσεγγίζει το 5% του ΑΕΠ.
Αυτό λοιπόν το κείμενο που δώσαμε χτες στη δημοσιότητα είναι το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, που βασίζεται βεβαίως στη βιωσιμότητα, όχι απλά και μόνον του χρέους, αλλά στη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας συνολικά. Γιατί, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι στόχοι της χώρας δεν είναι μόνο δημοσιονομικοί, οι στόχοι της χώρας είναι και μακροοικονομικοί.
Δεν έχει σημασία να διεκδικείς μόνον ένα πρωτογενές πλεόνασμα και μια επάνοδο στη δημοσιονομική ομαλότητα. Σημασία έχει να επανέλθεις μετά από έξι τραγικά και άδικα χρόνια ύφεσης, σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Άρα, οι στόχοι είναι μακροοικονομικοί και η λέξη «μακροοικονομικοί» εδώ σημαίνει πάρα πολλά. Σημαίνει αναπτυξιακοί, κοινωνικοί. Οι στόχοι είναι πολιτικοί γιατί πρέπει η χώρα να έχει δημοκρατική και πολιτική σταθερότητα για να μπορέσει να επανέλθει σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Έχει λοιπόν πάρα πολύ μεγάλη σημασία να συμφωνήσουμε σ’ αυτό το πολιτικό πλαίσιο με τους εταίρους και συνομιλητές μας. Τεχνικοί τρόποι για την εξειδίκευση και την εφαρμογή αυτού που λέω υπάρχουν πολλοί. Και θα εξειδικευθούν μέσα από μια επιστημονική συζήτηση που τη φορά αυτή πρέπει να γίνει χωρίς τεχνικά και επιστημονικά σφάλματα, όπως δυστυχώς έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν από τους εταίρους και συνομιλητές μας.
Αλλά πριν φτάσουμε στην τεχνική εξειδίκευση, η οποία είναι εφικτή, εύκολη, πρέπει να συμφωνήσουμε στο πολιτικό πλαίσιο άρα πρέπει να συμφωνήσουμε πως η Ελλάδα ως εργαστήριο στο οποίο εξελίχθηκε η πανευρωπαϊκή κρίση, είναι και πρέπει να είναι μια ιστορία απαλλαγής από τα δεσμά του μνημονίου και επανόδου στο φυσιολογικό.
Αυτό είναι ζωτικό, πρωτίστως για μας αλλά και για την Ευρώπη συνολικά. Πρέπει εδώ, απαντώντας και στις δηλώσεις που έκανε ο κ. Ρεν προχθές, να πω ότι προφανώς είναι άλλο πράγμα το μνημόνιο που σε προσβάλλει, που σε υποτιμά, που σου αμφισβητεί τη θεσμική ισοτιμία και την εθνική κυριαρχία, τη δημοσιονομική τουλάχιστον και άλλο οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή μιας χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ζώνη του ευρώ.
Βεβαίως και υπάρχει πολυμερής εποπτεία, βεβαίως και υπάρχει υποχρέωση σεβασμού του κοινοτικού κεκτημένου, βεβαίως και υπάρχει υποχρέωση σεβασμού του Συμφώνου Δημοσιονομικής Σταθερότητας, φυσικά και υπάρχουν μηχανισμοί οι οποίοι πρέπει να σου επισημαίνουν το πρόβλημα και να σου υποδεικνύουν εφικτές λύσεις εγκαίρως, γιατί αυτό δεν έγινε στο παρελθόν, εγκαίρως και δημόσια ώστε να ξέρει ο πολίτης, να ξέρει η κοινή γνώμη.
Βεβαίως υπάρχει πολυμερής εποπτεία, βεβαίως υπάρχει Τραπεζική Ένωση και άρα ενιαίοι ευρωπαϊκοί κανόνες που διέπουν όλα τα συστημικής σημασίας Τραπεζικά Ιδρύματα, αλλά όλα αυτά στη βάση της θεσμικής ισοτιμίας, κατά τρόπο κοινό για όλα τα κράτη μέλη και όχι κατά τρόπο άνισο και επικίνδυνο τελικά για ορισμένα από τα μέλη αυτά.
Η θεμελιώδης πολιτική δέσμευση της Προγραμματικής Συμφωνίας, είναι πως δεν αντέχει ο ελληνικός λαός, δεν αντέχει ο Έλληνας πολίτης νέες επιβαρύνσεις, νέους περιορισμούς εισοδηματικούς. Άρα όταν λέμε «όχι στα νέα δημοσιονομικά μέτρα» το εννοούμε.
Υπάρχουν φυσικά ανειλημμένες υποχρεώσεις. Υπάρχουν φυσικά ψηφισμένα και ισχύοντα μέτρα. Υπάρχει ένας προϋπολογισμός, υπάρχει ένα σχέδιο προϋπολογισμού για το επόμενο έτος. Υπάρχει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Σταθερότητας. Όλα αυτά είναι όροι, περιορισμοί, προϋποθέσεις που τις ξέρουμε, που τις έχουμε συζητήσει, που πολύ συχνά με κόπο ψυχής τις έχουμε ψηφίσει.
Αυτό είναι ένα συμφωνημένο πλαίσιο. Αλλά το ξέρουμε, το έχουμε παρουσιάσει στον ελληνικό λαό κι ο ελληνικός λαός το ήξερε αυτό στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του και το Μάιο και τον Ιούνιο του 2012. Όταν κλήθηκε ν’ απαντήσει σε μεγάλα ιστορικά, πολιτικά διλήμματα στις εκλογές τις δίδυμες, που επιβλήθηκαν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2012.
Όμως, τώρα η θέση μας είναι σαφής: Έχουμε φτάσει στο όριο. Αντιθέτως, υπάρχει ένα πολύ σημαντικό πεδίο πρωτοβουλιών και κινήσεων στις διαρθρωτικές αλλαγές, προκειμένου η Ελλάδα ν’ αποκτήσει ένα κανονικό ευρωπαϊκό κράτος, που υποστηρίζει την ανάπτυξη, που υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, που εξυπηρετεί και σέβεται τον πολίτη. Και προκειμένου ν’ αποκτήσει ένα εθνικό παραγωγικό σύστημα ολοκληρωμένο, εύρωστο, ανταγωνιστικό, το οποίο δε βασίζεται στην εύκολη κατανάλωση και τις υπηρεσίες χωρίς παραγωγική βάση, αλλά βασίζεται στην πραγματική αξιοποίηση των συγκριτικών παραγωγικών πλεονεκτημάτων της χώρας.
Άρα, η στροφή που γίνεται τώρα στην πραγματική οικονομία, στις επενδύσεις, στην επιχειρηματικότητα, είναι μια στροφή προς την απασχόληση. Γιατί ξέρουμε όλοι πάρα πολύ καλά ότι ο πρώτος στόχος για μας, αυτό είναι ηθικό ζήτημα, το πρώτο ζήτημα, είναι η ανάσχεσή της ανεργίας, η διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής, νέες μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης, η συγκεκριμένη νομοθετική προστασία των ευπαθών ομάδων, η πλήρης ιατροφαρμακευτική κάλυψη του πληθυσμού. Και ξέρετε πόσο πολύ έχουμε επιμείνει σε ζητήματα όπως οι πλειστηριασμοί ή σε ζητήματα όπως η ανάγκη να γίνουν ορθολογικές και αποτελεσματικές οι ρυθμίσεις των φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών.
Το κείμενο της Προγραμματικής Συμφωνίας, αναδεικνύει ως κορυφαίο σημείο του νέου εθνικού παραγωγικού μοντέλου, το εθνικό φορολογικό σύστημα. Και ξέρουμε ότι για να φτάσουμε σ’ ένα ολοκληρωμένο εθνικό φορολογικό σύστημα, που θα αίρει αδικίες και ανορθολογισμούς, πρέπει να περάσουμε από την ολοκλήρωση της εφαρμογής των έκτακτων μέτρων.
Και χαίρομαι γιατί και στη φορολογία ακινήτων έχουν γίνει πολύ σημαντικά βήματα και θα εξαντλήσουμε κάθε περιθώριο εκλογίκευσης και κάθε περιθώριο αποκατάστασης αδικιών αλλά και σε άλλα ζητήματα, όπως το ΦΠΑ, έχουν γίνει βήματα και απομένουν να γίνουν και άλλα.
Γιατί, το λέμε παντού και το λέει και το κείμενο που δόθηκε στη δημοσιότητα, υπάρχουν δυο μεγάλα, καταλυτικά βάρη που παρεμποδίζουν την ελληνική πραγματική οικονομία: Το υψηλό κόστος χρήματος, λόγω των άδικων επιτοκίων και το υψηλό κόστος ενέργειας, αυτά είναι τώρα οι πρώτες μας προτεραιότητες.
Μέσα από την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, μέσα από την αξιοποίηση του ΕΣΠΑ, γιατί πρέπει να επιτυγχάνουμε καλύτερους μέσους όρους στο κόστος του χρήματος χρησιμοποιώντας τραπεζικά κονδύλια και μη τραπεζικά κονδύλια και μόνον έτσι μπορούμε να φτάσουμε στην αλλαγή του κλίματος, στην εμπέδωση ενός κλίματος αισιοδοξίας, που είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση για να μπορέσει η χώρα να πορευθεί με άλλους ρυθμούς και να βγει οριστικά από τη μέγγενη του μνημονίου.
Η πρώτη ίσως προϋπόθεση είναι η ψυχολογική προϋπόθεση, η προϋπόθεση του κλίματος, το αίσθημα ασφάλειας και κανείς δεν μπορεί να υπονομεύει ακριβώς αυτό το αίσθημα με μία άδικη απολύτως αντιπαραγωγική διεθνή συζήτηση που γίνεται σε λάθος χρόνο με λάθος τρόπο μεταξύ λάθος συζητητών.
Φυσικά εκτός από αυτά, υπάρχουν και οι θεσμικές προϋποθέσεις, η προστασία της Δημοκρατίας, η προστασία του κράτους δικαίου, ο εκλογικός νόμος που δεν μπορεί να αναπαράγει τεχνητές και επικίνδυνες πολώσεις, εις βάρος του ΠΑΣΟΚ βεβαίως που είναι πάντα ο κάρφος των οφθαλμών όλων και ο διεκδικούμενος από όλους χώρος που ανήκει στον εαυτό του, ανήκει στη δημοκρατική παράταξη.
Και φυσικά, το κείμενο αυτό αναφέρεται και στις πρωτοβουλίες μας για την αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά όχι μία τυφλή αναθεώρηση, μία αναθεώρηση που θα προστατέψει τις εγγυήσεις της αυξημένης πλειοψηφίας για τη δεύτερη και καθοριστική φάση της διαδικασίας και φυσικά όλα τα άλλα τα οποία ξέρουμε και προωθούμε με πολύ μεγάλες δυσκολίες, που αφορούν τον χώρο της εκπαίδευσης, τον χώρο της δικαιοσύνης.
Και βεβαίως το χώρο της Δημόσιας Διοίκησης, όπου επαναλαμβάνουμε ότι η αξιολόγηση και η κινητικότητα δεν πρέπει να προκαλεί κανένα άγχος και κανέναν φόβο σε οποιονδήποτε εργαζόμενο στον δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, που εκπληροί στοιχειωδώς τα καθήκοντά του. Γιατί στόχος είναι να κάνουμε το δημόσιο και τον δημόσιο τομέα διαφανή και αποτελεσματικό και όχι να ταλαιπωρούμε τους δημοσίους υπαλλήλους και τους εργαζόμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Γι΄ αυτό και απαιτείται η αποσύνδεση της κινητικότητας από τις λεγόμενες "απολύσεις", που είναι ένας ελάχιστος αριθμός, μόνον εκεί που υπάρχει πραγματικό πρόβλημα ή μόνον εκεί που βεβαίως υπάρχει μη ορθολογική οργάνωση του δημόσιου τομέα και πρέπει να γίνει ένας εκσυγχρονισμός που υπηρετεί τον πολίτη και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, όχι όμως εις βάρος των εργαζομένων.
Από το κείμενο της προγραμματικής συμφωνίας προκύπτει για πολλοστή φορά η διαπίστωση ότι άλλο σχέδιο ούτε υπήρχε ούτε υπάρχει, το δίλημμά μας ήταν πάντα τραγικό και απόλυτο: Ή θα επιλέγαμε αυτό που επιλέξαμε, την επώδυνη προσαρμογή με μεγάλο κόστος που το πληρώσαμε και το πληρώνουμε ή την ανεξέλεγκτη καταστροφή η οποία βεβαίως τώρα θα εύρισκε τη χώρα κρανίου τόπο.
Τα στοιχήματά μας λοιπόν αποκτούν τους επόμενους μήνες έκδηλα πανευρωπαϊκά χαρακτηριστικά και γιατί από 1ης Ιανουαρίου αναλαμβάνουμε την Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μία περίοδο που ταυτίζεται με το μεγάλο ζήτημα του αναπροσανατολισμού της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το στοίχημα της Ελλάδας είναι στοίχημα της Ευρώπης και αυτό πρέπει να το καταλάβουν όλοι οι εταίροι μας.
Σε αυτή τη συγκυρία λοιπόν, που παρουσιάζουμε το ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης και το πλαίσιό του το πολιτικό, έρχεται να αποκτήσει υπόσταση, μορφή, το εγχείρημα της λεγόμενης Κεντροαριστεράς, της συσπείρωσης δηλαδή της ευρύτερης δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης όλου του χώρου, από τη Δεξιά έως την κομμουνιστική Αριστερά.
Ανταποκριθήκαμε άμεσα, με γενναιότητα και γενναιοδωρία, στη σοβαρή πρόσκληση που μας απηύθυναν 58 υπεύθυνα πρόσωπα του δημοσίου βίου, προκειμένου να συσπειρωθούν όλες οι δυνάμεις, πολιτικές, κοινωνικές, επιστημονικές, διανοητικές, του χώρου αυτού.
Το ΠΑΣΟΚ δε διεκδίκησε ποτέ έναν ρόλο ψευτοηγεμονικό, όπως έχω πει, θέλει όμως τον σεβασμό των άλλων και την αναγνώριση του ρόλου του και κυρίως την αναγνώριση του ρόλου σας, του ρόλου μας, ως μελών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, στην οποία στηρίζεται η Κυβέρνηση και η χώρα.
Το εγχείρημα αυτό στην πραγματικότητα απαντά σε ένα δίλημμα που εμείς το απαντήσαμε στις αρχές του καλοκαιριού φέτος, όταν με αφορμή τη γνωστή υπόθεση της ΕΡΤ κληθήκαμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αν η Κυβέρνηση στέκεται, αν η χώρα υπάρχει με μία σταθερή Κυβέρνηση ή αν η χώρα οδεύει προς το άγνωστο, οδεύει προς την πολιτική διάλυση, προς την κρίση, προς ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Σταθήκαμε όρθιοι, αναλάβαμε για μια ακόμη φορά το βάρος, συγκροτήσαμε μια μικρότερου εύρους αλλά πολύ πιο καθαρή αποφασιστική και αποφασισμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, παρακολουθώντας με πολύ μεγάλη λύπη και απορία την παλινδρόμηση των φίλων μας της ΔΗΜΑΡ.
Μπορεί να είναι κάποιος προοδευτικός, δημοκράτης, κεντροαριστερός και να μετέχει στην κυβερνητική ευθύνη; Ή αναγνωρίζεσαι ως προοδευτικός δημοκράτης σοσιαλδημοκράτης, μόνον όταν στρατεύεσαι με μία ετερόκλητη ομιχλώδη και ανεύθυνη Αντιπολίτευση;
Υπάρχει Κεντροαριστερά της ευθύνης ή δικαιούσαι να ονομάζεσαι προοδευτικός και κεντροαριστερός μόνον όταν δεν έχεις να προτείνεις τίποτα και τελικά είσαι εκφραστής μιας παλαιοκομματικής συντεχνιακής αντίληψης, της αντίληψης της παλινόρθωσης, του παλαιού καθεστώτος, δηλαδή της κατάστασης που υπήρχε στη χώρα πριν την κρίση και οδήγησε στην κρίση. Το ΠΑΣΟΚ ως ΠΑΣΟΚ και η Κοινοβουλευτική Ομάδα απάντησε στο ερώτημα αυτό έμπρακτα, σηκώνοντας το βάρος της συμμετοχής της Κυβέρνησης.
Έχει πολύ μεγάλη σημασία, σημασία πολιτική και σημασία ηθική, να έρχονται πολίτες επώνυμοι και λιγότερο επώνυμοι, που δεν ανήκουν ιστορικά στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, που ενδεχομένως δεν ψήφισαν ΠΑΣΟΚ στις δύσκολες εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου κι έχοντας μπροστά τους όλα τα δεδομένα, χωρίς να μπορεί κανείς να πει ότι δεν ήξερε και λένε ρητά με το θάρρος της υπογραφής και της γνώμης τους ότι "ναι υπάρχει Κεντροαριστερά της ευθύνης".
Όποιος λέει ότι "δεν μπορώ να συνεργαστώ με το ΠΑΣΟΚ", το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου, το ΠΑΣΟΚ του Κακλαμάνη, το ΠΑΣΟΚ της Γεννηματά, το ΠΑΣΟΚ του Δριβελέγκα, το ΠΑΣΟΚ του Κρεμαστινού, του Κεγκέρογλου, του Ρήγα και θα μπορούσα να πω όλα τα ονόματά σας, εννοεί ότι "δεν μπορώ να επωμίζομαι το βάρος της διακυβέρνησης, δεν αντέχω να το κάνω αυτό, γιατί πρέπει να διατηρήσω τη δική μου αντίληψη περί Κεντροαριστεράς, περί Αριστεράς, περί προοδευτικής τάσης, που είναι μια αντίληψη τι; Μια αντίληψη κονφορμιστική, μια αντίληψη η οποία είναι συντεχνιακή;
Θα μου επιτρέψετε να πω μια αντίληψη η οποία είναι βαθειά συντηρητική, η αντίληψη της ακινησίας, του λαϊκισμού, της υπόσχεσης σε όλους πως τίποτα δε θα ισχύσει, όλα θα αλλάξουν και θα γυρίσουν στην προ του 2009 κατάσταση. Αυτό είναι το σχέδιο, το εναλλακτικό σχέδιο, δηλαδή ένα εναλλακτικό σχέδιο που δεν πιστεύει κανείς, που δεν υπάρχει, που οδηγεί στο απόλυτο αδιέξοδο, που οδηγεί στην πραγματικότητα στο να εξανεμισθούν όλα όσα κατάφερε ο ελληνικός λαός με τις θυσίες του.
Δηλαδή όλο αυτό που έγινε στη χώρα το προϊόν όλης αυτής της προσπάθειας με αδικίες με ανισότητες με λάθη, αντί να το πάρουμε και να το κάνουμε μια μεγάλη εθνική περιουσία, λέμε ότι είμαστε έτοιμοι να το διασκορπίσουμε μέσα σε λίγες εβδομάδες με δημαγωγικές λαϊκιστικές συντηρητικές πολιτικές εθνικά ανεύθυνες και ευρωπαϊκά απαράδεκτες, που εκθέτουν σε τεράστιους κινδύνους τον απλό άνθρωπο, γιατί πάντα ο πιο απλός ο πιο ανυπεράσπιστος, ο πιο αδύναμος είναι αυτός που υφίσταται τις επιπτώσεις.
Λέμε πως ναι, αυτό το εγχείρημα της Κεντροαριστεράς, της ευρύτερης δημοκρατικής προοδευτικής Παράταξης, έχει μπροστά του δυο πολύ σημαντικές προκλήσεις, δυο μεγάλα πεδία ανάπτυξης: τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές με σεβασμό στις τοπικές κοινωνίες, με σεβασμό στα πρόσωπα που έχουν αναδειχθεί στην Τοπική Αυτοδιοίκηση μέσα από τη δουλειά τους, χωρίς καπέλα χωρίς χρίσματα χωρίς μικροκομματικές μεθοδεύσεις χωρίς μιζέριες, με ανοιχτή τη διάθεσή μας και με ανοιχτές όλες τις πόρτες σε όλη την κοινωνία.
Και βέβαια το δεύτερο μεγάλο γήπεδο είναι οι ευρωπαϊκές εκλογές, οι ευρωεκλογές, η παρουσία του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών. Υπάρχουν τα φερέφωνα της μικροπολιτικής που λένε «το ΠΑΣΟΚ πάει να κρυφτεί πίσω από το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα». Μα το ΠΑΣΟΚ είναι ο εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος στην Ελλάδα. Μετέχουμε. Και έχουμε υποχρέωση, όπως και όλες οι άλλες χώρες, όλα τα άλλα κόμματα έχουν υποχρέωση να εφαρμόσουμε τη σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όχι του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, και να αναδείξουμε στις ευρωεκλογές το όνομα και την πολιτική πρόταση των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων, του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος η Νέα Δημοκρατία και ούτω καθ’ εξής και να υποστηρίξουμε μια λίστα υποψηφίων που θα έχει αναδειχθεί με διαφανείς, αξιοκρατικές διαδικασίες.
Γι' αυτό και θέλω σήμερα να πούμε ότι το ΠΑΣΟΚ στις αρχές της χρονιάς τον Ιανουάριο οργανώνει σε συνεργασία με όλες τις δυνάμεις της ευρύτερης δημοκρατικής Παράταξης, ως πρωτοβουλία της Κεντροαριστεράς, συνδιοργανώνει έχοντας την εκπροσώπηση του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, όπως μας έχει συστήσει το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, μια μεγάλη Συνδιάσκεψη για την Ευρώπη και τις ευρωεκλογές, μέσα από την οποία θα αναδειχθεί και το πρόγραμμα και η πρόταση, η δική μας πρόταση για την Ευρώπη και την Ελλάδα μέσα στην Ευρώπη, αλλά και η λίστα των υποψηφίων μας στις ευρωεκλογές.
Αυτό σημαίνει ότι το εγχείρημα της Κεντροαριστεράς πρέπει να αποκτήσει υπόσταση σε τοπικό επίπεδο. Δεν είναι εγχείρημα του ΠΑΣΟΚ αλλά είναι εγχείρημα που το υποστηρίζουμε και το θεωρούμε σοβαρό και αξιόπιστο και θα το υποστηρίξουμε και σε τοπικό επίπεδο, όπως θα το υποστηρίξουμε και στο διαδίκτυο το οποίο δυστυχώς κυριαρχείται από ένα λόγο, ο οποίος δεν έχει χαρακτηριστικά ορθολογικά και διαφανή. Υπάρχει βέβαια και το ένα και το άλλο στο διαδίκτυο, αλλά είναι δραματικό να κυριαρχεί σε πάρα πολλές εκφάνσεις του ένας λόγος ο οποίος είναι μονομερής, ξενοφοβικός, ρατσιστικός, αυταρχικός, αντιδημοκρατικός, αντικοινοβουλευτικός.
Το κείμενο της προγραμματικής συμφωνίας έρχεται μετά από τη μεγάλη αλλαγή που έχει συντελεστεί στην αντίληψή μας για τη Δημοκρατία και το κράτος δικαίου με αφορμή τη Χρυσή Αυγή. Κάποιοι πάνε να ξεχάσουν ή να υποβαθμίσουν το ρόλο μας τη συμβολή του ΠΑΣΟΚ, θα μου επιτρέψετε να πω και τη δική μου προσωπικά. Ήδη πριν τις εκλογές του Μαΐου του 2012 θέτουμε το ζήτημα του εκφασισμού της κοινωνίας, το ζήτημα της πολιτικής και κοινωνικής βίας, του αυταρχισμού που δεν είναι ζήτημα ξενοφοβικό, ρατσιστικό, μόνο. Είναι ένα ζήτημα δημοκρατίας. Είναι ένα ζήτημα κοινωνικής συνοχής, ένα ζήτημα ασφάλειας για κάθε πολίτη, άλλωστε το τελευταίο θύμα της απροκάλυπτης βίας είναι ο αείμνηστος Φύσσας, ένας Έλληνας πολίτης, ένας προοδευτικός άνθρωπος, ένας καλλιτέχνης που έγινε τελικά το αντικείμενο του μίσους και της επίδειξης πολιτικού αυταρχισμού και ισχύος από μέρους της Χρυσής Αυγής. Όχι του Κόμματος της Χρυσής Αυγής, ή των δημοσκοπικών οπαδών της Χρυσής Αυγής, αλλά μιας εγκληματικής οργάνωσης που συγκροτήθηκε και λειτουργεί μέσα στο κέλυφος ενός πολιτικού κόμματος.
Άρα είμαστε υπερήφανοι γιατί επιμείναμε για το συνταγματικό τόξο, για την ανάγκη θεσμικής αντίδρασης και δεν εισακουστήκαμε εγκαίρως. Έπρεπε αυτή η περιβόητη πολιτική βούληση που έλειπε, να έχει συγκροτηθεί πολύ νωρίτερα και πολύ πιο αυθόρμητα, άμεσα, με τη γενναιότητα και την αποφασιστικότητα που απαιτείται.
Αυτή ήταν πάντα η δημοκρατική Παράταξη. Αυτό σημαίνει πολιτική αξιών και αρχών. Και θεωρώ πραγματικά αφελές να λέει κάποιος «έγιναν αυτά με πρωτοβουλία της Δικαιοσύνης πρωτίστως», γιατί η Δικαιοσύνη κινείται ανεξάρτητα και με τους ρυθμούς της και ερμηνεύει την ισχύουσα ποινική νομοθεσία. Έγιναν αυτά και δεν άλλαξαν οι δημοσκοπικοί συσχετισμοί λες και θα έφευγαν οι δημοσκοπικοί οπαδοί της Χρυσής Αυγής, να πάνε να δηλώσουν ΠΑΣΟΚ επειδή το ΠΑΣΟΚ άνοιξε μέτωπο με τη Χρυσή Αυγή και ζητούσε να εφαρμοστούν οι νόμοι εναντίον της ηγεσίας και των μελών της εγκληματικής Οργάνωσης, όχι του Κόμματος.
Είναι ποτέ δυνατό; Αυτό μας ενδιαφέρει εμάς; Εμάς μας ενδιαφέρει να λειτουργεί η Δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Αυτή είναι πολιτική ηγεμονία, την πολιτική ηγεμονία την έχει αυτός ο οποίος υπερασπίζεται τους θεσμούς με μακροπρόθεσμα κριτήρια και όχι με φτηνά μικροκομματικά συγκυριακά κριτήρια και θα ωφεληθεί όταν καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός, όταν γίνουν οι ψύχραιμες σκέψεις, οι συνολικές αποτιμήσεις.
Γιατί φυσικά οργίζονται οι άνθρωποι, εξεγείρονται, δεν θυμούνται τι έγινε πριν το 2009 δεν μπορούν να καταλογίσουν ιστορικές ευθύνες. Ο καθένας βλέπει τι έχει μπροστά του, ποιο είναι το άμεσο βιοτικό πρόβλημα, ξέρει αυτόν που του έκοψε τη σύνταξη, αυτόν που του έκοψε το μισθό, αυτόν που ενδεχομένως ευθύνεται στη δική του συνείδηση για το κλείσιμο μιας επιχείρησης ή γιατί το παιδί του είναι άνεργο.
Και ναι, μας καταλογίζουν ευθύνες, μας κατακρίνουν, μας επιτίθενται, μας λοιδορούν, μας καταψηφίζουν, μας αμφισβητούν, ναι. Θα έρθει η ώρα της ιστορικής αποτίμησης. Αλλά για να έρθει η ώρα της ιστορικής αποτίμησης και της πολιτικής κεφαλαιοποίησης και ανακεφαλαιοποίησης της Παράταξης -δεν ανακεφαλαιοποιούνται μόνο οι Τράπεζες, ανακεφαλαιοποιούνται και οι Παρατάξεις- πρέπει να υπάρχει η χώρα. Όπως έπρεπε να υπάρχει το τραπεζικό σύστημα για να ανακεφαλαιοποιηθεί.
Και θα γίνει η ανακεφαλαιοποίηση. Θα σκεφτούν όλοι ωριμότερα, με ένα πιο συνολικό και δίκαιο τρόπο. Αλλά για να το πετύχουμε αυτό πρέπει να υπάρχει Κυβέρνηση, πρέπει να υπάρχει η χώρα, πρέπει να ολοκληρωθεί η εφαρμογή του προγράμματος και πρέπει να απαντήσουμε στην αθλιότητα μιας αντιπολίτευσης η οποία δεν κινείται όπως εκινείτο η αντιπολίτευση μέχρι το 2009 μέχρι το 2010 με όρους πολιτικούς κοινοβουλευτικούς δημοκρατικούς, αλλά με όρους πρωτοφανούς εμπάθειας που είναι η απόδειξη του απόλυτου στρατηγικού αδιεξόδου.
Εμείς δεν συμφωνήσαμε με τη θεωρία των δύο άκρων, γιατί είναι μια θεωρία η οποία δεν απεδείχθη την κρίσιμη ιστορική στιγμή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είμαστε όμως εκφραστές της θεωρίας του ενός άκρου γιατί η βία δεν συνιστά δύο άκρα, δεν ανάγεται σε αξίες και αρχές, δεν υπάρχει μια ναζιστική ή μία κομμουνιστική ή κομμουνιστογενής αντίληψη περί βίας. Όχι.
Η βία είναι αποκρουστέα ανεξάρτητα από το πρόσχημα που επικαλείται ο οποιοσδήποτε. Και ως εκ τούτου είμαστε αντίπαλοι και της τεχνητής πόλωσης μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ η οποία παρά τις προσπάθειες δεν μπορεί να υπερβεί μέσα επίπεδα, τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με τα δεδομένα της μεταπολίτευσης και πολύ περισσότερο αντίπαλοι της θεωρίας των δύο άκρων, γιατί είμαστε οπαδοί της καθαρής θεωρίας του ενός άκρου που είναι η βία από οπουδήποτε κι αν προέρχεται.
Άρα βλέπετε ότι το αντιμνημονιακό θερμοκήπιο ισχύει. Εξανίστανται βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ επειδή η πρόταση ονομαστικής ψηφοφορίας του ΠΑΣΟΚ τους ανάγκασε να ψηφίσουν –κάποιοι δεν ψήφισαν- την πρόταση για την αναστολή χρηματοδότησης. Και υπάρχουν κόμματα που δυστυχώς χωρίς λόγο δεν ψήφισαν την τροπολογία αυτή και δεν συντάχθηκαν με το συνταγματικό τόξο. Και το ΚΚΕ ιδίως δεν είχε κανένα λόγο γιατί είναι μια ιστορική και θεσμική παράμετρος του κεκτημένου της μεταπολίτευσης και της δημοκρατίας της μεταπολίτευσης.
Αλλά το κόμμα, ο σχηματισμός, η ηγετική ομάδα που είναι σε απόλυτο στρατηγικό αδιέξοδο είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κ. Τσίπρας προσωπικά. Δεν μπορούν να πουν τίποτε, δεν έχουν να πουν τίποτε επί της ουσίας. Η γνωστή αντίφαση ένας πιο σκληρός, οξύς, δημαγωγικός λαϊκιστικός λόγος στο εσωτερικό, γλείψιμο στο εξωτερικό όταν βρισκόμαστε με Ευρωπαίους παράγοντες χωρίς τίποτα το συγκεκριμένο και το ολοκληρωμένο και πάντα μία αδικαιολόγητη, αριθμητικά αδικαιολόγητη λογική εφόδου, ότι «ελάτε, ένα ντου και καταλάβαμε την εξουσία». Δεν έγινε αυτό το Μάιο. «Ελάτε ένα ντου ακόμη» τον Ιούνιο. Δεν έγινε. Το ΠΑΣΟΚ φταίει γιατί αντιστάθηκε, γιατί το ΠΑΣΟΚ ήθελαν όλοι να κανιβαλέψουν, όλοι ανεξαιρέτως. Και αντιστάθηκε το ΠΑΣΟΚ, το τραυματισμένο ΠΑΣΟΚ ήταν ο στρατηγικός παράγοντας όλης της εξέλιξης.
Και τώρα πάλι: «ελάτε, μια έφοδος, το Σεπτέμβριο». Δεν άναψαν οι φωτιές του Σεπτεμβρίου. Δεν άναψαν οι φωτιές του Οκτωβρίου. Δεν έχουμε τι να πούμε. Άρα ξανά επίθεση στο ΠΑΣΟΚ. Ξανά επίθεση στον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. Μεγάλο λάθος. Πολύ μεγάλο λάθος.
Άρα πρόκειται για την ψευδαίσθηση ενός πλειοψηφικού ρεύματος που δεν υπάρχει. Γιατί δεν συγκροτείς ρεύμα ως ψευτοριζοσπαστικό, συντεχνιακό, συντηρητικό κόμμα του δημόσιου τομέα και της ακινησίας. Της διατήρησης των αγκυλώσεων και των προνομίων. Γιατί αυτή είναι η μήτρα της κρίσης.
Και ποια είναι η πολιτική συμμαχιών; Με ποιες κοινωνικές δυνάμεις και με ποια κόμματα; Πάλι με τον κ. Καμμένο και τους Ανεξάρτητους Έλληνες; Ποιους απ’ όλους; Αυτούς που βλέπουν προς το ΣΥΡΙΖΑ, ή αυτούς που βλέπουν προς άλλα σχήματα;
Το χειρότερο όμως, το προσβλητικότερο για την κοινωνία, είναι η απροκάλυπτη επένδυση στο σενάριο της καταστροφής και η εκβιαστική, η χυδαία απειλή προς καθέναν που εμφανίζεται να επενδύσει, προς καθέναν που εμφανίζεται να βοηθήσει την εθνική οικονομία. Απροκάλυπτη και χυδαία υπονόμευση των προσπαθειών της χώρας για ανάπτυξη και απασχόληση.
Δηλαδή να μην γίνει απολύτως τίποτα, να καταστραφεί η οικονομία, να πεινάσουν και να εξαθλιωθούν οι Έλληνες για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε ρεύμα εκλογικό. Δεν γίνεται αυτό. Αντιβαίνει στο ένστικτο αυτοσυντήρησης του κάθε προσώπου και της κοινωνίας συνολικά. Προτείνουν κάτι που είναι φυσικά αδύνατο.
Ζητούν από την κοινωνία να αποδεχθεί την καταστροφή της για να μπορέσουν αυτοί να πετύχουν σε μια στρατηγική εφόδου που δεν έχει πετύχει ποτέ και δεν θα πετύχει.
Δεν μπορούν να κρύψουν το άγχος τους. Έγινε τώρα και ειδική τοποθέτηση. Είδα για την κεντροαριστερά. Τους απασχολεί πάρα πολύ και δηλώνουν την ενόχλησή τους για την ανάπτυξη αυτής της πρωτοβουλίας. Αργήσανε να το κάνουν. Είμαι βέβαιος ότι το σκέφτονται πολύ περισσότερο απ’ ό,τι το λένε.
Φίλες και φίλοι, συναδέλφισσες και συνάδελφοι, ξέρω πόσο δυσάρεστα είναι τα πράγματα για την καθεμιά και τον καθένα από εσάς. Ξέρω πόσο δύσκολο είναι εκεί που ήμασταν όλοι συνηθισμένοι να πορευόμαστε μέσα στις τοπικές κοινωνίες, μέσα σε μεγάλα ακροατήρια, να έχουμε υψηλές δημοφιλίες, μεγάλη παραδοχή. Όλοι να μας χειροκροτούν, όλοι να συζητούν μαζί μας για το τι περισσότερο θα δοθεί σε κάθε εργαζόμενο, σε κάθε κοινωνική ομάδα και τώρα να είμαστε υποχρεωμένοι, να είστε υποχρεωμένοι να δίνετε εξηγήσεις στην κοινή γνώμη, στα μικρά τοπικά ακροατήρια, στο φιλικό και οικογενειακό σας περιβάλλον, γιατί η μία περικοπή, γιατί η άλλη περικοπή, γιατί η μία απειλή, γιατί το άλλο πρόβλημα. Γιατί η Γερμανία, γιατί η Επιτροπή, γιατί το ΔΝΤ, γιατί ο κ. Τόμσεν, γιατί ο κ. Ρεν, γιατί ο κ. Μορς.
Τι θα γίνει; Εάν έχουμε πρόβλημα; Το δημοσιονομικό κενό, το χρηματοδοτικό κενό, η βιωσιμότητα. Όλα αυτά είναι μια μιζέρια. Διαχειριζόμαστε μια δύσκολη περίσταση, αλλά αυτά είναι τα μεγάλα ιστορικά διλήμματα. Έτσι γράφεται αυτή η πολύπαθη ελληνική πολιτική και κοινωνική ιστορία. Θα μας θυμηθεί κανείς στις υποσημειώσεις της; Δεν το ξέρω και δεν μπορώ να σας το εγγυηθώ.
Αλλά οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι απαντήσεις συνειδησιακές, ηθικές. Πιστεύουμε ότι αυτό που κάνουμε προστατεύει τη χώρα από κάτι που προφανώς είναι τρισχειρότερο, ασύγκριτα χειρότερο. Άρα δεν μπορέσαμε να κάνουμε κάτι καλό για τον τόπο με την θετική έννοια του όρου τα τελευταία χρόνια, αλλά κάναμε αυτό που προστάτευσε όσο γινόταν περισσότερο τον κάθε Έλληνα πολίτη και την πατρίδα συνολικά.
Είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό αυτό; Το έχω πει πολλές φορές. Το βίωμα δεν μπορείς να το αντικρούσεις με λογικά επιχειρήματα, αλλά υπάρχουν οι πληροφορίες, οι ειδήσεις. Υπάρχει η γνώση για το τι συμβαίνει διεθνώς. Πιστεύετε ότι το κυπριακό μοντέλο ήταν καλύτερο από το ελληνικό; Πιστεύετε ότι είναι λογικό χώρες κολοσσιαίας οικονομικής δύναμης όπως η Ιταλία, η Ισπανία, παλιές αυτοκρατορίες, να υφίστανται αυτή την ταπείνωση του μνημονίου χωρίς δάνειο μάλιστα.
Δεν γίνεται αντιληπτό ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μια μεγάλη παρέα, κοινωνιών και οικονομιών που λίγο πολύ περνάνε από το ίδιο εξαιρετικά δραματικό καθαρτήριο. Τι είναι όλοι αυτοί; Θα μου πείτε δεν υπήρχε άλλη λύση πιο έξυπνη, πιο προοδευτική, πιο ριζοσπαστική; Ναι υπήρχε, αλλά θα έπρεπε να έχουμε μια Ευρώπη πιο ριζοσπαστική, πιο προοδευτική, πιο αποφασισμένη.
Αυτή η Ευρώπη από κάποιους ψηφίζεται και από κάποιους δεν ψηφίζεται. Υπάρχει μια δημοκρατία, υπάρχουν κοινωνίες, υπάρχουν εκλογές, κοινοβούλια, κυβερνήσεις. Γι’ αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να συμβάλουμε στην αλλαγή των πανευρωπαϊκών συσχετισμών. Αλλά δεν είμαστε μόνοι μας και κάναμε την επιλογή να μην είμαστε μόνοι μας και ευτυχώς δεν είμαστε μόνοι μας, γιατί μια Ελλάδα εκτός Ευρώπης και εκτός διεθνών συσχετισμών θα ήταν τώρα μια καταστραμμένη χώρα. Άρα πρέπει να πιστέψουμε σε αυτό που κάνουμε.
Από την άλλη μεριά, εφόσον το πιστεύουμε και θα το κάνουμε και το κάνουμε και το κάναμε αυτό με τόσο επώδυνο και δύσκολο τρόπο τα προηγούμενα χρόνια, δεν χρειάζεται να αλλοιώνουμε την εικόνα με μικρές κινήσεις οι οποίες δεν παράγουν κανένα ουσιαστικό πολιτικό αποτέλεσμα. Με μικροαντιστάσεις. Ναι, προσπαθούμε να κάνουμε την καλύτερη διαπραγμάτευση και με τη Ν.Δ. και με την τρόικα βέβαια, γιατί δεν αρκεί να διαπραγματεύεσαι με τη Ν.Δ. πρέπει να διαπραγματεύεσαι με την τρόικα, με τις αγορές. Πρέπει να αντιμετωπίζεις το πρόβλημα, όχι απλά και μόνο το συνομιλητή σου.
Εκεί να διαθέτουμε τις δυνάμεις μας, τις προτάσεις μας, τις ιδέες μας, το σθένος μας. Εκεί στην διαπραγμάτευση και με τη Ν.Δ. και με την τρόικα και με τις αγορές και με όλους αυτούς που υπονομεύουν τη χώρα και τους Έλληνες. Αλλά όταν διαμορφώνεται ένα πλαίσιο, πρέπει το πλαίσιο αυτό να το προβάλουμε, να το υπηρετούμε, να το εξηγούμε, να πείθουμε τον πολίτη ότι υπάρχει προοπτική, γιατί αυτή είναι η μόνη προοπτική.
Μικρές κινήσεις προσωπικής διαφοροποίησης, ή φευγαλέου συμβολισμού ευαισθησίας δεν σημαίνουν τίποτα. Κανείς δεν είναι πιο ευαίσθητος από τον άλλον. Και δεν θέλω να επικαλούμαι προσωπικά παραδείγματα. Θα μου επιτρέψετε να πω ότι μπορούσα να έχω κάνει μια άλλη επιλογή σε πολύ κρίσιμες στιγμές και τώρα εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο οι δυνάμεις οι οποίες υποτίθεται προτείνουν μια εναλλακτική λύση.
Είναι ζήτημα προσωπικής εντιμότητας, σχέσης με την ειλικρίνεια και την αλήθεια, να κάνεις τη μία ή την άλλη επιλογή. Και θα κριθούμε όλοι. Ο ανθρώπινος βίος είναι πολύ μικρός για να χωρέσει τέτοιου είδους διλήμματα. Αλλά εάν στη ζωή σου δεν σου τύχει να τα αντιμετωπίσεις, τότε δεν έχεις ζήσει τη ζωή σου στην ολότητά της.
Δεν έχεις αντιμετωπίσει όλο το εύρος των διλημμάτων και δεν έχεις δοκιμάσει τη συνείδησή σου με τον τρόπο που απαιτείται, ώστε να γίνεις ένας πραγματικά ιστορικός πολίτης με συνείδηση δημοκρατίας. Κι εμείς αυτό πρέπει να είμαστε. Και είμαι βέβαιος ότι η Κοινοβουλευτική Ομάδα ως ένας άνθρωπος, διέπεται από αυτή την καθαρή, ενιαία και ισχυρή ιστορική και δημοκρατική συνείδηση››.