Ο Πρωθυπουργός,
Κυριάκος Μητσοτάκης, προέβη στην κάτωθι
δήλωση:
«Η κυβέρνηση
προχωράει, σήμερα, σε μία νέα γενναία
μόνιμη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 13%.
Υπερκαλύπτει, έτσι, τη δέσμευσή της για
συνολική ελάφρυνση κατά 30% της φορολόγησης
της ακίνητης περιουσίας. Μια απόφαση
δίκαιη για την κοινωνία και επωφελής
για την οικονομία. Που σημαίνει ότι οι
Έλληνες θα κληθούν να πληρώνουν, πλέον,
κάθε χρόνο, 860.000.000 ευρώ λιγότερα σε σχέση
με το 2018. Και 350.000.000 λιγότερα, μόνο μέσα
στο 2022.
Νιώθω την
πολιορκία που δέχεται το μέσο εισόδημα
από τη διεθνή ενεργειακή κρίση και τις
ανατιμήσεις που προκαλεί όπως παντού
στην Ευρώπη. Γι’ αυτό και η Πολιτεία
συνεχίζει να καλύπτει μέρος των αυξήσεων
στους λογαριασμούς του ρεύματος.
Επιμένει, όμως και στη σταθερή αποκλιμάκωση
των φόρων και των εισφορών για να τονώσει
το διαθέσιμο εισόδημα όλων των νοικοκυριών.
Και, την 1η Μαΐου θέτει σε εφαρμογή και
δεύτερη σημαντική αύξηση του κατώτατου
μισθού.
Με το νέο πλαίσιο,
8 στους 10 συμπολίτες μας θα πληρώνουν
ακόμα μικρότερο ΕΝΦΙΑ. Αρκετοί θα
καταβάλουν το ίδιο ποσό. Ενώ, μία μικρή
μειοψηφία, περίπου 6%, θα δει μια λελογισμένη
επιβάρυνση.
Είναι μία
στοιχειώδης ανταπόδοση προς όλη την
κοινωνία, καθώς η πραγματική αξία της
περιουσίας σε ορισμένες περιοχές, έχει
διπλασιαστεί ή και τριπλασιαστεί.
Το πλήρες σχέδιό
μας για την ακίνητη περιουσία θα
παρουσιάσει σε λίγο ο Υπουργός Οικονομικών.
Πυρήνας του, πάντως, είναι η αισθητή
υποχώρηση του βασικού φόρου σε κτίσματα,
ενώ στα οικόπεδα η μείωση φτάνει το 50%.
Έτσι, το μεγαλύτερο όφελος προκύπτει
για ιδιοκτησίες σε ζώνες μέσης και
χαμηλότερης αξίας. Πρόκειται δηλαδή,
για μία σαφή επιλογή υπέρ της μεσαίας
τάξης και των πιο αδύναμων.
Είναι
χαρακτηριστικό, ότι ελάφρυνση 30% θα
έχουν, στο εξής, τα ακίνητα αξίας μέχρι
100.000 ευρώ αντί των 60.000 ευρώ, που ίσχυε
έως τώρα.
Η κλιμάκωση του
φόρου γίνεται δικαιότερη. Και σ’ αυτόν
έχει ενσωματωθεί και ο συμπληρωματικός
ΕΝΦΙΑ που παύει να υφίσταται. Ενώ, όπως
είπα, η συνολική μείωση των επιβαρύνσεων
για τους πολίτες ανέρχεται στα 350.000.000
ετησίως αντί των 70.000.000 που προέβλεπε ο
προϋπολογισμός.
Η νέα πρωτοβουλία
εδράζεται στη συνεπή οικονομική πολιτική
που ακολουθούμε και επιτρέπει ανάλογα
πρόσθετα μέτρα ανακούφισης. Επιδρά
συνδυαστικά με άλλες μόνιμες ρυθμίσεις,
όπως οι μικρότεροι φορολογικοί
συντελεστές, η αναστολή της Εισφοράς
Αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα και ο
μηδενισμός του φόρου στις γονικές
παροχές. Αλλά και αθροιστικά, με έκτακτες
παρεμβάσεις όπως το διπλό Εγγυημένο
Εισόδημα του Δεκεμβρίου και τα αυξημένα
επιδόματα στους χαμηλοσυνταξιούχους.
Είναι, ωστόσο,
μία κίνηση ρεαλιστική, που δεν υπερβαίνει
τα δημοσιονομικά όρια.
Γιατί κάθε βήμα
προς τα εμπρός πρέπει να γίνεται με
τρόπο που δεν θα οδηγεί σε δύο βήματα
προς τα πίσω. Έτσι η πατρίδα μας έμεινε
όρθια και αναπτύχθηκε μέσα στη διετή
κρίση.
Έτσι θα
αντιμετωπίσει, τώρα, και τις πρόσκαιρες
παγκόσμιες αναταράξεις. Όρθια η χώρα,
αλλά και όρθιοι οι πολίτες. Με τη δική
μας στήριξη και τις δικές τους δυνάμεις».