‹‹Από την πρώτη στιγμή εκφράσαμε τις αντιρρήσεις μας
ως προς τον τρόπο με τον οποίο η Ευρωζώνη επεδίωξε
να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της Κύπρου…››
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Φίλιππος Σαχινίδης, παραχώρησε την εξής συνέντευξη στο δημοτικό ραδιοφωνικό σταθμό «ΑΘΗΝΑ 9.84» και στην δημοσιογράφο Νόνη Καραγιάννη:
Καλή σας ημέρα, κύριε Σαχινίδη. Έχει χυθεί τόνους μελάνι σ’ αυτή την περίοδο για το ζήτημα της Κύπρου, την Κυπριακή κρίση. Νομίζω ότι το θέμα συζήτησης πια σήμερα είναι, αν αυτό το μοντέλο της Κύπρου μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλες χώρες και αν επί της ουσίας είναι ένα μοντέλο, το οποίο μπορεί να φέρει αποτελέσματα και είναι δίκαιο για την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης.
Από την πρώτη στιγμή εκφράσαμε τις αντιρρήσεις μας ως προς τον τρόπο με τον οποίο η Ευρωζώνη επεδίωξε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της Κύπρου. Και το λέω αυτό διότι, πριν από καιρό η Ευρωζώνη έχοντας συναίσθηση των προβλημάτων με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη, αποφάσισε να προχωρήσει στην ενιαία αντιμετώπιση του προβλήματος ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, λέγοντας θεσπίζουμε ένα όργανο μέσω του οποίου θα αντλούνται κεφάλαια και θα χορηγούνται στις χώρες οι οποίες έχουν ανάγκη για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών τους. Αυτή η προσπάθεια, η οποία είχε την σφραγίδα των αρχηγών – κρατών που συνήλθαν προκειμένου να πουν με ποιον τρόπο θεσμικά η Ευρώπη θα αντιμετωπίζει τα προβλήματά της, ακυρώθηκε λίγες ημέρες αργότερα όταν οι Υπουργοί Οικονομικών τριών ή τεσσάρων χωρών που έχουν αξιολόγηση της τάξης του 3 Α, με επικεφαλής τον Σόιμπλε, είπαν ότι ξέρετε κάτι οι αποφάσεις των αρχηγών – κρατών δεν έχουν άμεση εφαρμογή γιατί πρέπει να αντιμετωπιστούν ορισμένα τεχνικά ζητήματα.
Επί της ουσίας ακυρώθηκαν.
Ακυρώθηκαν. Και έκτοτε διαπιστώνουμε, ότι καθώς η κρίση επανέρχεται, επιτίθενται οι αγορές, και κάποιες χώρες βρίσκονται με προβλήματα εξαιτίας των προβλημάτων του τραπεζικού συστήματος επιλέγουμε κάθε φορά να δίνουμε μια επιμέρους λύση. Γι’ αυτό και έχω πει ότι η Ευρωζώνη στην περίπτωση της Κύπρου ξεπέρασε άλλη μία κρίση αλλά δεν ξεπέρασε την κρίση της. Διότι, κανείς δεν μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι στο προσεχές χρονικό διάστημα δεν θα βρεθεί κάποια άλλη χώρα αντιμέτωπη με προβλήματα και μάλιστα χώρα που θα έχει και προβλήματα δημοσιονομικά αλλά και προβλήματα που σχετίζονται με την λειτουργία του τραπεζικού της συστήματος.
Κύριε Σαχινίδη, η Ευρωζώνη ξεπέρασε την κρίση της Κύπρου. Η Κύπρος, μπορεί να ξεπεράσει μέσα από αυτό το μοντέλο το οποίο έχει επιλεγεί, την κρίση της; Ή αυτό είναι ένα μοντέλο που ενδεχομένως θα αποδειχθεί στην πράξη, μη βιώσιμο;
Είναι ιδιαίτερα προβληματική η λογική που θέλει η Ευρωζώνη να επιβάλλει συγκεκριμένα παραγωγικά πρότυπα στις χώρες – μέλη της Ευρωζώνης. Δηλαδή, η άποψη που διατυπώθηκε ότι η Κύπρος θα πρέπει να αλλάξει εντελώς το στρατηγικό μοντέλο ανάπτυξης χάρη στο οποίο κατάφερε να εξασφαλίσει ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, είναι μια άποψη προβληματική ως ένα βαθμό. Δεν λέω ότι, η ανάπτυξη της Κύπρου προέκυψε μέσα από ορθολογικές οικονομικές επιλογές, υπήρχαν στρεβλώσεις. Δεν είναι τυχαίο, δηλαδή, ότι μια οικονομία έφτασε να έχει καταθέσεις που ήταν περίπου το τετραπλάσιο του μεγέθους της οικονομίας της και ενεργητικό που ήταν το επταπλάσιο του μεγέθους της οικονομίας μέσα από μια πολιτική πολύ υψηλών επιτοκίων. Τα υψηλά επιτόκια συν κάποιες άλλες διευκολύνσεις που παρείχε το Κυπριακό τραπεζικό σύστημα ήταν αυτό που οδήγησε σε αυτή την στρεβλή ανάπτυξη, την ανισσόροπη ανάπτυξη του χρηματοοικονομικού τομέα, που όμως εξασφάλιζε ένα ικανοποιητικό εισόδημα και θέσεις εργασίας για τους εργαζόμενους. Αυτό δεν σημαίνει ότι όταν θέλεις να παρέμβεις έρχεσαι και λες θα αλλάξω εντελώς το παραγωγικό πρότυπο της χώρας και θα οδηγήσω την χώρα σε ένα άλλο παραγωγικό πρότυπο, το οποίο δεν το προσδιορίζει κανένας. Κοιτάς να δεις εάν αυτό το οποίο έχει επιλέξει η χώρα, μπορεί μέσα από την βελτίωση του τρόπου λειτουργίας να αποκαταστήσει τις λειτουργίες του. Όχι, βέβαια, στο μέγεθος το οποίο ήταν πριν από την κρίση και το οποίο ευθύνεται σε ένα μεγάλο βαθμό για το ότι η χώρα οδηγήθηκε στην κρίση, αλλά να τους δώσεις ένα περιθώριο ώστε σταδιακά αν η χώρα επιλέξει μια διαφορετική στρατηγική ανάπτυξης, να έχει την δυνατότητα να την επιλέξει αυτή τη στρατηγική ανάπτυξης.
Να μετεξελιχθεί, επί της ουσίας.
Ακριβώς. Τώρα, μέσα σ’ αυτό το μικρό χρονικό διάστημα, βρίσκω πάρα πολύ δύσκολο να εξασφαλίσει η Κύπρος εκείνες τις ευκαιρίες, αν θέλετε, από τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας που θα τις επιτρέψουν να αναπροσανατολίσει την οικονομία της σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση και να εξασφαλίσει, πρώτον: την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, που θα απορροφήσουν τους κραδασμούς που θα προκληθούν από την μείωση του τραπεζικού τομέα και ταυτόχρονα να εξασφαλίσει ικανοποιητικά εισοδήματα για τους πολίτες της.
Στην Ευρώπη, πάντως, έχει ανοίξει, το παρακολουθείτε – είμαι βέβαιη – μια συζήτηση, που νομίζω, εντοπίζεται πάνω στο δίλημμα το αν θα πρέπει την εξυγίανση του τραπεζικού, του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωζώνη να την χρεώνεται μονίμως ο φορολογούμενος Ευρωπαίος πολίτης, ή αν θα πρέπει οι ίδιες οι τράπεζες και άρα ο μεγαλοκαταθέτης – επενδυτής να αναλαμβάνει το ρίσκο των επιλογών του. Οι απαντήσεις, πού πρέπει να αναζητηθούν;
Είναι μια μεγάλη συζήτηση, και σας το λέω αυτό μετά λόγου γνώσεως, όλα αυτά έχουνε ξεκινήσει από μία αντίληψη που επικράτησε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στην περίοδο που ήταν πρόεδρος ο George Bush, και η αντίληψη αυτή οδήγησε στην κατάρρευση της Lehman Brothers. Τι ειπώθηκε; Δεν θα πρέπει το βάρος της ευθύνης της διάσωσης μίας τράπεζας να το φέρουν οι φορολογούμενοι, θα πρέπει να το φέρουν πρωτίστως οι μέτοχοι αλλά και αυτοί οι οποίοι έχουν αγοράσει ομόλογα που εκδίδουν αυτά τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, και ουσιαστικά ναι μεν δεν είναι μέτοχοι αλλά είναι οι πιστωτές του συγκεκριμένου ιδρύματος. Αυτή η λογική κυριάρχησε τότε, ως μια νεοφιλελεύθερη λογική στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, άφησαν την τράπεζα και κατέρρευσε. Έκτοτε εκδηλώθηκαν όλες οι αδυναμίες που υπήρχαν στον χρηματοοικονομικό τομέα εξαιτίας της έλλειψης εποπτείας. Σήμερα, καλούμαστε ν’ απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα. Θα πρέπει οι μέτοχοι να αναλαμβάνουν μέρος από τις ευθύνες για το γεγονός ότι τα τραπεζικά ιδρύματα στα οποία είναι μέτοχοι, οδηγούν τις χώρες σε κρίσεις ή θα πρέπει να επιμερίσουμε όλα τα βάρη σε όλους τους φορολογούμενους, ακόμη και σ’ αυτούς οι οποίοι δεν έχουνε καταθέσεις στις συγκεκριμένες τράπεζες; Εάν οι τράπεζες ήταν ενός άλλου είδους επιχείρηση, είναι πολύ φυσιολογικό και αναμενόμενο, η πλειοψηφία των πολιτών να έλεγε, ότι ο επιχειρηματίας αναλαμβάνει τις ευθύνες του και επομένως και το ρίσκο, εφόσον δεν μπόρεσε να το διαχειριστεί σωστά, να αναλάβει και τις συνέπειες των επιλογών του. Στην περίπτωση όμως των τραπεζών, θα πρέπει να υπάρχει μία διαφορετική αντιμετώπιση, εξαιτίας του ρόλου που διαδραματίζουν οι τράπεζες μέσα στις καπιταλιστικές οικονομίες. Διότι οι τράπεζες τι κάνουνε; Παίρνουν τις αποταμιεύσεις αυτών που θέλουν να αποταμιεύσουν και τις μετασχηματίζουν σε δάνεια. Έχουν δηλαδή έναν κομβικό ρόλο στην οικονομία. Εάν λοιπόν θέλουμε να πάρουμε - αν θέλετε - μέτρα, για να προστατέψουμε τον ρόλο των τραπεζών, να προστατέψουμε αυτούς που εμπιστεύονται τις καταθέσεις τους, να μην τους κάνουμε εξ ανάγκης οικονομολόγους οι οποίοι θα ψάχνουν να βρουν τα οικονομικά στοιχεία μιας τράπεζας, για να δουν αν αυτή η τράπεζα λειτουργεί σωστά, αν κάνει σωστές τοποθετήσεις. Γιατί φαντάζεστε έναν απλό άνθρωπο, έναν άνθρωπο της καθημερινότητας, έναν κτηνοτρόφο, έναν γεωργό, να κάθεται να παρακολουθεί τα οικονομικά στοιχεία των ελληνικών τραπεζών για να αποφασίσει σε ποια θα καταθέσει τα χρήματά του;
Όχι βέβαια. Είναι μία διαδικασία που δεν μπορεί να την ακολουθήσει ο μέσος καταθέτης. Είναι προφανές αυτό.
Εδώ λοιπόν, ανακύπτουν και τα ζητήματα των εποπτικών αρχών. Οι εποπτικές αρχές, τι ακριβώς κάνανε, όλα αυτά τα χρόνια; Γιατί οι εποπτικές αρχές, που υποτίθεται ότι είχαν εξασφαλίσει μέσα από την υιοθέτηση σειράς κανόνων αυστηρών για την εποπτεία των τραπεζών, δεν έκαναν την αυτοκριτική τους; Να έρθουν και να πουν ότι, εδώ πέρα, υπάρχει ένα πρόβλημα. Παρά τους αυστηρούς κανόνες που έχουμε υιοθετήσει τα τελευταία χρόνια, τα τραπεζικά συστήματα, λόγω της εξέλιξης των χρηματοοικονομικών προϊόντων, λόγω της τεχνογνωσίας που έχουν αποκτήσει τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, προβαίνουν ολοένα και περισσότερο σε μεγαλύτερη μόχλευση των κεφαλαίων, δηλαδή χρησιμοποιούν τα σχετικά λιγότερα κεφάλαια που έχουν για να παράξουν πολλαπλό αποτέλεσμα, παίρνοντας πολύ μεγαλύτερους κινδύνους και θέτοντας τα χρήματα σε κίνδυνο, που τους έχουν εμπιστευτεί οι αποταμιευτές. Επομένως για μένα, αν ένα μάθημα πρέπει να διδαχθούμε από αυτή την κρίση, είναι πρώτα-πρώτα να γυρίσουμε πίσω και να ρωτήσουμε τις εποπτικές αρχές, τι κάνανε όλα αυτά τα χρόνια. Δηλαδή οι κεντρικές τράπεζες, σ’ όλες τις χώρες, στην Κύπρο, στην Ελλάδα, στην Ιρλανδία, τι ακριβώς κάνανε όλα αυτά τα χρόνια, για να προστατεύσουν τις χώρες; Στο κάτω-κάτω οι πολίτες, σε αυτές εμπιστεύτηκαν την αρμοδιότητα της εποπτείας του τραπεζικού συστήματος. Την αφαιρέσαμε δηλαδή την εποπτεία από το πολιτικό σύστημα, και τη δώσαμε σε τεχνοκράτες, ανεξάρτητους, για να μη λειτουργούν κάτω από την επήρεια του πολιτικού συστήματος.
Κύριε Σαχινίδη, εκτιμάτε ότι με αφορμή και τις δηλώσεις του επικεφαλής του Eurogroup και τις δηλώσεις που έγιναν χθες από τους εκπροσώπους της Κομισιόν, ανοίγει, με αφορμή το μοντέλο της Κύπρου, μία νέα κατάσταση για το χρηματοπιστωτικό σύστημα;
Ανοίγει, διότι προσέξτε να δείτε. Αυτό το οποίο έχω επισημάνει, το τελευταίο διάστημα, με αφορμή αυτές τις εξελίξεις, είναι ότι πρώτον, δημιουργούνται δύο στρεβλώσεις μέσα από την περίπτωση αντιμετώπισης του προβλήματος της Κύπρου, αλλά και μέσα από τις τοποθετήσεις αυτές που γίνονται. Η πρώτη στρέβλωση, έχει να κάνει με το γεγονός ότι πλέον από δω και στο εξής οι χώρες στη Νότια Ευρώπη, θα υποχρεωθούν να αντλούνε κεφάλαια με πολύ υψηλότερο κόστος. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Αν η εκτίμησή μου επιβεβαιωθεί, αυτό σημαίνει ότι οι χώρες της Νότιας Ευρώπης θα έχουνε λιγότερες επενδύσεις και βεβαίως χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Μα αν τελικά, οι χώρες της Νότιας Ευρώπης έχουνε χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, σε σχέση με τις χώρες του Βορρά, αυτό δημιουργεί μια ανισότητα, την οποία υποτίθεται ότι μπήκανε στην ΟΝΕ για να τη θεραπεύσουμε.
Και πάντως η ύφεση δεν θα ξεπεραστεί ποτέ με αυτό το θέμα.
Ακριβώς. Το δεύτερο πρόβλημα το οποίο δημιουργείται, είναι ότι μέσα από αυτές τις τοποθετήσεις, φαίνεται, ότι προσπαθούν να ευνοήσουν συγκεκριμένα τραπεζικά συστήματα, μεγάλα, τα οποία έχουν τη δυνατότητα άντλησης των κεφαλαίων και μάλιστα στις συγκεκριμένες χώρες, οι οποίες έχουνε πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, σε βάρος τραπεζικών συστημάτων τα οποία είναι είτε μικρά, είτε ανήκουν σε μικρές χώρες, και που δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα.
Η συσσώρευση ρευστότητας, δηλαδή, του κεφαλαίου στις τράπεζες του Βορρά.
Ακριβώς. Και εδώ, θα εκφράσω δημόσια και έναν προβληματισμό. Ξέρετε τα τραπεζικά συστήματα που έχουν προβλήματα, δεν είναι μόνο των χωρών του Νότου, είναι και τραπεζικά συστήματα των χωρών του Βορρά. Να πάμε στην περίπτωση της Γερμανίας. Στη Γερμανία, στα κρατίδια, υπάρχουν συγκεκριμένα τραπεζικά ιδρύματα τα οποία λειτουργούν εντός των ορίων των κρατιδίων της Γερμανίας.
Βεβαίως. Η εξαίρεση η οποία υπάρχει στις περιφερειακές τράπεζες.
Όλοι γνωρίζουμε όσοι είμαστε εξοικειωμένοι με τη λειτουργία των τραπεζικών συστημάτων των επιμέρους χωρών της Ευρωζώνης, ότι αυτές οι τράπεζες που λειτουργούν στα κρατίδια της Γερμανίας, έχουν προβλήματα. Θα ήθελα να γνωρίζω μετά και τις δηλώσεις του κυρίου Ντάισελμπλουμ. Η πρόταση και η πρόθεση του Eurogroup, αν αύριο μεθαύριο προκύψει κάποιο πρόβλημα, που σχετίζεται με τη λειτουργία τους, και χρειαστούν ανακεφαλαιοποίηση, η πρότασή του λοιπόν, ότι μπορεί αυτός ο κανόνας, δηλαδή να συμμετάσχουν και οι καταθέτες, θα αφορούν και τα τραπεζικά συστήματα που λειτουργούν στα κρατίδια της Γερμανίας; Αυτή είναι μία ενδιαφέρουσα συζήτηση η οποία πρόκειται να ανοίξει, και θα δούμε τελικά, αν οι κανόνες, και αν ο τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων που προκύπτουν, είναι ένας τρόπος ο οποίος εφαρμόζεται σε όλους, με τον ίδιο τρόπο, ή είναι κάτι το οποίο κάθε φορά αλλάζει, ανάλογα με τα κριτήρια αυτών οι οποίοι έχουν τη δύναμη να παίρνουν τις αποφάσεις.
Είναι νομίζω, μία άσκηση εργασίας για το περιβόητο δίχτυ της ισονομίας που θα πρέπει να υπάρχει στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Κε Σαχινίδη, είμαστε μπροστά, πρέπει να ολοκληρωθεί ως το τέλος Απριλίου, αν δεν κάνω λάθος, η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών. Εδώ υπάρχει μία ανησυχία, μήπως τελικά δημιουργηθούν προβλήματα και με δεδομένο ότι οι τρεις μεγάλες τράπεζες, οι τρεις μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι, δηλαδή η Εθνική, η Alpha και η Πειραιώς, για να διατηρήσουν τον ιδιωτικό τους χαρακτήρα, θα πρέπει να διασφαλίσουν μια συμμετοχή της τάξης του 10% περίπου από ιδιώτες, για το σύνολο των κεφαλαιακών τους αναγκών. Με αυτή όλη την ανασφάλεια και τη ρευστότητα, η οποία επικυριαρχεί στο χρηματοπιστωτικό σύστημα στην Ευρωζώνη, εκτιμάτε ότι μπορεί απρόσκοπτα να λειτουργήσει αυτή η διαδικασία ή θα υπάρξουν προβλήματα;
Αντιλαμβάνεστε κι εσείς ότι αυτή η περίοδος, είναι μια περίοδος που έχει επηρεαστεί έντονα από τις εξελίξεις στην Κύπρο και από τους χειρισμούς που έχουν γίνει στην αντιμετώπιση του προβλήματος της Κύπρου. Αν όλα πάνε καλά ή αν όλα πηγαίνανε καλά από την πρώτη στιγμή πιθανότατα το ερώτημα σας να ήταν εύκολο να απαντηθεί. Αλλά εδώ, έχουμε το εξής πρόβλημα: Στο όνομα της αντιμετώπισης του προβλήματος της Κύπρου, πήγαμε σε μία αρχική επιλογή, η οποία απορρίφθηκε και μετά πήγαμε σε μία δεύτερη επιλογή, η οποία είναι να εφαρμοστεί. Αν όμως κάποιος, δει πρακτικά, ποια είναι τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί πλέον από τις αποφάσεις αυτές, έχει να επισημάνει δύο πολύ σημαντικά πράγματα: Το πρώτο είναι ότι το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου 15 μέρες παραμένει κλειστό. Αυτό από μόνο του συνιστά την απόλυτη ήττα στον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος. Εγώ δεν ξέρω καμία σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία, η οποία μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τράπεζες. Και αντιλαμβάνομαι ότι όταν μία οικονομία έχει για 15 ημέρες κλειστό το τραπεζικό σύστημα και ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου λέει, ότι θα προσπαθήσουν να ανοίξουν οι τράπεζες την Πέμπτη, αυτό από μόνο του, στέλνει λάθος μηνύματα. Δημιουργεί πρόσθετη αβεβαιότητα και αντιλαμβάνεστε πώς θα σκέφτονται από εδώ και πέρα οι επενδυτές, οι οποίοι έχουν κεφάλαια για το πού θα στείλουν και πού θα τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους. Αυτό είναι ένα δεδομένο. Ένα δεύτερο δεδομένο, το οποίο δεν έχει σχολιαστεί ιδιαίτερα στη δημόσια συζήτηση, είναι ότι η Κύπρος μετά από όλες αυτές τις εξελίξεις, θα είναι η πρώτη χώρα της Ευρωζώνης και η δεύτερη, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, αναπτυγμένη χώρα, η οποία θα επιβάλλει περιορισμούς στις ροές των κεφαλαίων. Ξέρετε, όλη η δεκαετία του ’80 αναλώθηκε σε μία συζήτηση για το αν θα έπρεπε να καταργηθούν οι περιορισμοί που είχαν οι χώρες στις ροές των κεφαλαίων. Ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων. Η άποψη που κυριάρχησε τότε που οι νεοφιλελεύθερες ιδέες ήταν πανίσχυρες, ήταν ότι θα πρέπει να καταργηθούν όλοι οι περιορισμοί που υπάρχουν στη διακίνηση των κεφαλαίων, διότι δημιουργούν στρεβλώσεις και δεν επιτρέπουν στους επενδυτές, αυτούς που έχουν τα κεφάλαια, να μπορέσουν να τα μετακινούν ελεύθερα από τη μία χώρα στην άλλη, με βάση το κριτήριο, που έχουν την υψηλότερη αποδοτικότητα. Εμείς σήμερα πλέον ξέρουμε ότι επίσημα και με τις ευλογίες της τρόικας, η κυπριακή κυβέρνηση έχει υιοθετήσει ήδη ένα σχετικό νόμο και πρόκειται να ανακοινώσει τα χαρακτηριστικά που θα έχει για περιορισμό της διακίνησης των κεφαλαίων. Αυτό λοιπόν, είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό πρόβλημα, το οποίο δείχνει και προσέξτε, γιατί μέσα στην τρόικα ανήκει και το ΔΝΤ, το οποίο πρωτοστάτησε στις καταργήσεις των περιορισμών κεφαλαίων, έχουμε το ΔΝΤ για δεύτερη φορά, μία στην Ισλανδία και μία στην Κύπρο, να έρχεται και να λέει ότι: “Ξέρετε κάτι, για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα, θα πρέπει να επιβάλλουμε περιορισμούς”. Άρα αυτό δημιουργεί δυσκολότερες τις συνθήκες άντλησης κεφαλαίων γενικότερα. Επομένως, στην περίπτωση της Ελλάδος, οι τρεις Τράπεζες, οι οποίες αναζητούν κεφάλαια, πιθανότατα να αντιμετωπίσουν κάποια προβλήματα στην εξεύρεση κεφαλαίων.
Και κάτι τελευταίο. Από τις συνεντεύξεις με πολιτικά πρόσωπα από την Κύπρο, διακρίνω έναν προβληματισμό για τον τρόπο με τον οποίο η Αθήνα συμπεριφέρθηκε, για το μέγεθος, αν θέλετε, της αρωγής. Και ακούω και μία συζήτηση, η οποία αναπτύσσεται για το αν θα υπήρχε τρόπος να βρεθούν 2 δις ευρώ από την Ελλάδα για την Κύπρο, είναι και μία θέση που έχει αναπτύξει και ο ΣΥΡΙΖΑ, ακούω να βρίσκει “ευήκοα ώτα” και στην Κύπρο. Η άποψή σας;
Με μεγάλη χαρά να ακούσω από τους οικονομολόγους καθηγητές του ΣΥΡΙΖΑ, πώς ακριβώς βλέπουν να γίνεται αυτή η εκταμίευση των 2 δις;
Μέσω του ELA.
Ο ELA να σας πω πώς λειτουργεί; Βγαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ και κάνει μία πρόταση, η οποία πρακτικά δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Είναι εκτός τόπου και εκτός χρόνου. Είναι εκτός πραγματικότητας. Σε ό,τι αφορά δε, τα ζητήματα, τα οποία αφορούν τη συμπαράσταση της Ελλάδος προς την Κύπρο, η εικόνα που έχω και που τουλάχιστον όλοι έχουμε αποκτήσει από τις τελευταίες εξελίξεις, είναι ότι η Ελλάδα από την πρώτη στιγμή είπε ότι τις επιλογές της Κύπρου θα τις σεβαστούμε και θα τις στηρίξουμε. Εκείνο το οποίο θέλω να καταθέσω, επειδή το πρόβλημα αυτό που αφορά την Κύπρο είναι γνωστό εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, είναι: Απέναντι σ’ αυτή τη λύση που λίγο ή πολύ είχε περιγραφεί και πριν από τις εκλογές, υπάρχουν δηλαδή δημόσιες τοποθετήσεις που λένε ότι εμείς θα αντισταθούμε σε μια τέτοια συμφωνία με αυτό το περιεχόμενο, ποια εναλλακτική διατυπώθηκε;
Ειπώθηκε στην ελληνική κυβέρνηση και η ελληνική κυβέρνηση είπε στους Κυπρίους, ότι: “Ξέρετε, εγώ δε δέχομαι να στηρίξω αυτήν την εναλλακτική πρόταση και θα στηρίξω αυτήν την οποία θα προτείνει το Eurogroup”;
Διότι, τότε και μόνον, θα αποκτούσε περιεχόμενο η συζήτησή μας, εάν είχε δημοσιοποιηθεί μια εναλλακτική πρόταση, η οποία είχε διαμορφωθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση της Κύπρου, από την κυβέρνηση του κ. Χριστόφια, την είχε υπερασπιστεί. Τότε μπορούσε να καταγγείλει την Ελλάδα ότι δεν τη στήριξε αυτήν την πρόταση ή έστω και μετά τις εκλογές, από την κυβέρνηση του νυν Προέδρου, είχε διατυπωθεί αυτή η εναλλακτική πρόταση δημόσια και ζητούσε και τη συμπαράσταση της ελληνικής κυβέρνησης. Όσο αυτή η εναλλακτική πρόταση δεν υφίσταται, δεν υπάρχει, δεν διατυπώνεται στο δημόσιο λόγο, δεν μπορεί κάποιος να έρχεται και να αφήνει υπονοούμενα και να λέει ότι εμείς περιμέναμε μία διαφορετική στάση από την Ελλάδα. Δηλαδή, τι θα έπρεπε να κάνει η Ελλάδα; Η Κύπρος να δέχεται αυτά που προτείνει το Eurogroup και η Ελλάδα να έρχεται και να αμφισβητεί αυτά τα οποία προτείνει το Eurogroup;
Εγώ δεν σας λέω ότι αυτές οι λύσεις είναι καλές. Αυτές οι λύσεις ήταν κακές. Και η πρώτη και η δεύτερη. Η δεύτερη, ίσως διόρθωσε, ένα προβληματικό στοιχείο της πρώτης λύσης. Δηλαδή, τουλάχιστον εξαίρεσε από τη φορολόγηση τις καταθέσεις κάτω από τις 100.000. Το οποίο, ουσιαστικά, ήταν μία “βόμβα” στα θεμέλια της καταθετικής πίστης που υπάρχει μεταξύ των πολιτών. Δηλαδή ότι, «όταν έχω μία κατάθεση κάτω από 100.000, δεν κινδυνεύει και δε χρειάζεται να ανησυχώ. Είναι διασφαλισμένη και εγγυημένη με αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης”. Αυτό ευτυχώς διορθώθηκε.
Δυστυχώς δεν έχω άλλο χρόνο. Καλή σας ημέρα.
Καλή σας ημέρα.
Καλή σας ημέρα, κύριε Σαχινίδη. Έχει χυθεί τόνους μελάνι σ’ αυτή την περίοδο για το ζήτημα της Κύπρου, την Κυπριακή κρίση. Νομίζω ότι το θέμα συζήτησης πια σήμερα είναι, αν αυτό το μοντέλο της Κύπρου μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλες χώρες και αν επί της ουσίας είναι ένα μοντέλο, το οποίο μπορεί να φέρει αποτελέσματα και είναι δίκαιο για την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης.
Από την πρώτη στιγμή εκφράσαμε τις αντιρρήσεις μας ως προς τον τρόπο με τον οποίο η Ευρωζώνη επεδίωξε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της Κύπρου. Και το λέω αυτό διότι, πριν από καιρό η Ευρωζώνη έχοντας συναίσθηση των προβλημάτων με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη, αποφάσισε να προχωρήσει στην ενιαία αντιμετώπιση του προβλήματος ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, λέγοντας θεσπίζουμε ένα όργανο μέσω του οποίου θα αντλούνται κεφάλαια και θα χορηγούνται στις χώρες οι οποίες έχουν ανάγκη για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών τους. Αυτή η προσπάθεια, η οποία είχε την σφραγίδα των αρχηγών – κρατών που συνήλθαν προκειμένου να πουν με ποιον τρόπο θεσμικά η Ευρώπη θα αντιμετωπίζει τα προβλήματά της, ακυρώθηκε λίγες ημέρες αργότερα όταν οι Υπουργοί Οικονομικών τριών ή τεσσάρων χωρών που έχουν αξιολόγηση της τάξης του 3 Α, με επικεφαλής τον Σόιμπλε, είπαν ότι ξέρετε κάτι οι αποφάσεις των αρχηγών – κρατών δεν έχουν άμεση εφαρμογή γιατί πρέπει να αντιμετωπιστούν ορισμένα τεχνικά ζητήματα.
Επί της ουσίας ακυρώθηκαν.
Ακυρώθηκαν. Και έκτοτε διαπιστώνουμε, ότι καθώς η κρίση επανέρχεται, επιτίθενται οι αγορές, και κάποιες χώρες βρίσκονται με προβλήματα εξαιτίας των προβλημάτων του τραπεζικού συστήματος επιλέγουμε κάθε φορά να δίνουμε μια επιμέρους λύση. Γι’ αυτό και έχω πει ότι η Ευρωζώνη στην περίπτωση της Κύπρου ξεπέρασε άλλη μία κρίση αλλά δεν ξεπέρασε την κρίση της. Διότι, κανείς δεν μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι στο προσεχές χρονικό διάστημα δεν θα βρεθεί κάποια άλλη χώρα αντιμέτωπη με προβλήματα και μάλιστα χώρα που θα έχει και προβλήματα δημοσιονομικά αλλά και προβλήματα που σχετίζονται με την λειτουργία του τραπεζικού της συστήματος.
Κύριε Σαχινίδη, η Ευρωζώνη ξεπέρασε την κρίση της Κύπρου. Η Κύπρος, μπορεί να ξεπεράσει μέσα από αυτό το μοντέλο το οποίο έχει επιλεγεί, την κρίση της; Ή αυτό είναι ένα μοντέλο που ενδεχομένως θα αποδειχθεί στην πράξη, μη βιώσιμο;
Είναι ιδιαίτερα προβληματική η λογική που θέλει η Ευρωζώνη να επιβάλλει συγκεκριμένα παραγωγικά πρότυπα στις χώρες – μέλη της Ευρωζώνης. Δηλαδή, η άποψη που διατυπώθηκε ότι η Κύπρος θα πρέπει να αλλάξει εντελώς το στρατηγικό μοντέλο ανάπτυξης χάρη στο οποίο κατάφερε να εξασφαλίσει ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, είναι μια άποψη προβληματική ως ένα βαθμό. Δεν λέω ότι, η ανάπτυξη της Κύπρου προέκυψε μέσα από ορθολογικές οικονομικές επιλογές, υπήρχαν στρεβλώσεις. Δεν είναι τυχαίο, δηλαδή, ότι μια οικονομία έφτασε να έχει καταθέσεις που ήταν περίπου το τετραπλάσιο του μεγέθους της οικονομίας της και ενεργητικό που ήταν το επταπλάσιο του μεγέθους της οικονομίας μέσα από μια πολιτική πολύ υψηλών επιτοκίων. Τα υψηλά επιτόκια συν κάποιες άλλες διευκολύνσεις που παρείχε το Κυπριακό τραπεζικό σύστημα ήταν αυτό που οδήγησε σε αυτή την στρεβλή ανάπτυξη, την ανισσόροπη ανάπτυξη του χρηματοοικονομικού τομέα, που όμως εξασφάλιζε ένα ικανοποιητικό εισόδημα και θέσεις εργασίας για τους εργαζόμενους. Αυτό δεν σημαίνει ότι όταν θέλεις να παρέμβεις έρχεσαι και λες θα αλλάξω εντελώς το παραγωγικό πρότυπο της χώρας και θα οδηγήσω την χώρα σε ένα άλλο παραγωγικό πρότυπο, το οποίο δεν το προσδιορίζει κανένας. Κοιτάς να δεις εάν αυτό το οποίο έχει επιλέξει η χώρα, μπορεί μέσα από την βελτίωση του τρόπου λειτουργίας να αποκαταστήσει τις λειτουργίες του. Όχι, βέβαια, στο μέγεθος το οποίο ήταν πριν από την κρίση και το οποίο ευθύνεται σε ένα μεγάλο βαθμό για το ότι η χώρα οδηγήθηκε στην κρίση, αλλά να τους δώσεις ένα περιθώριο ώστε σταδιακά αν η χώρα επιλέξει μια διαφορετική στρατηγική ανάπτυξης, να έχει την δυνατότητα να την επιλέξει αυτή τη στρατηγική ανάπτυξης.
Να μετεξελιχθεί, επί της ουσίας.
Ακριβώς. Τώρα, μέσα σ’ αυτό το μικρό χρονικό διάστημα, βρίσκω πάρα πολύ δύσκολο να εξασφαλίσει η Κύπρος εκείνες τις ευκαιρίες, αν θέλετε, από τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας που θα τις επιτρέψουν να αναπροσανατολίσει την οικονομία της σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση και να εξασφαλίσει, πρώτον: την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, που θα απορροφήσουν τους κραδασμούς που θα προκληθούν από την μείωση του τραπεζικού τομέα και ταυτόχρονα να εξασφαλίσει ικανοποιητικά εισοδήματα για τους πολίτες της.
Στην Ευρώπη, πάντως, έχει ανοίξει, το παρακολουθείτε – είμαι βέβαιη – μια συζήτηση, που νομίζω, εντοπίζεται πάνω στο δίλημμα το αν θα πρέπει την εξυγίανση του τραπεζικού, του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωζώνη να την χρεώνεται μονίμως ο φορολογούμενος Ευρωπαίος πολίτης, ή αν θα πρέπει οι ίδιες οι τράπεζες και άρα ο μεγαλοκαταθέτης – επενδυτής να αναλαμβάνει το ρίσκο των επιλογών του. Οι απαντήσεις, πού πρέπει να αναζητηθούν;
Είναι μια μεγάλη συζήτηση, και σας το λέω αυτό μετά λόγου γνώσεως, όλα αυτά έχουνε ξεκινήσει από μία αντίληψη που επικράτησε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στην περίοδο που ήταν πρόεδρος ο George Bush, και η αντίληψη αυτή οδήγησε στην κατάρρευση της Lehman Brothers. Τι ειπώθηκε; Δεν θα πρέπει το βάρος της ευθύνης της διάσωσης μίας τράπεζας να το φέρουν οι φορολογούμενοι, θα πρέπει να το φέρουν πρωτίστως οι μέτοχοι αλλά και αυτοί οι οποίοι έχουν αγοράσει ομόλογα που εκδίδουν αυτά τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, και ουσιαστικά ναι μεν δεν είναι μέτοχοι αλλά είναι οι πιστωτές του συγκεκριμένου ιδρύματος. Αυτή η λογική κυριάρχησε τότε, ως μια νεοφιλελεύθερη λογική στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, άφησαν την τράπεζα και κατέρρευσε. Έκτοτε εκδηλώθηκαν όλες οι αδυναμίες που υπήρχαν στον χρηματοοικονομικό τομέα εξαιτίας της έλλειψης εποπτείας. Σήμερα, καλούμαστε ν’ απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα. Θα πρέπει οι μέτοχοι να αναλαμβάνουν μέρος από τις ευθύνες για το γεγονός ότι τα τραπεζικά ιδρύματα στα οποία είναι μέτοχοι, οδηγούν τις χώρες σε κρίσεις ή θα πρέπει να επιμερίσουμε όλα τα βάρη σε όλους τους φορολογούμενους, ακόμη και σ’ αυτούς οι οποίοι δεν έχουνε καταθέσεις στις συγκεκριμένες τράπεζες; Εάν οι τράπεζες ήταν ενός άλλου είδους επιχείρηση, είναι πολύ φυσιολογικό και αναμενόμενο, η πλειοψηφία των πολιτών να έλεγε, ότι ο επιχειρηματίας αναλαμβάνει τις ευθύνες του και επομένως και το ρίσκο, εφόσον δεν μπόρεσε να το διαχειριστεί σωστά, να αναλάβει και τις συνέπειες των επιλογών του. Στην περίπτωση όμως των τραπεζών, θα πρέπει να υπάρχει μία διαφορετική αντιμετώπιση, εξαιτίας του ρόλου που διαδραματίζουν οι τράπεζες μέσα στις καπιταλιστικές οικονομίες. Διότι οι τράπεζες τι κάνουνε; Παίρνουν τις αποταμιεύσεις αυτών που θέλουν να αποταμιεύσουν και τις μετασχηματίζουν σε δάνεια. Έχουν δηλαδή έναν κομβικό ρόλο στην οικονομία. Εάν λοιπόν θέλουμε να πάρουμε - αν θέλετε - μέτρα, για να προστατέψουμε τον ρόλο των τραπεζών, να προστατέψουμε αυτούς που εμπιστεύονται τις καταθέσεις τους, να μην τους κάνουμε εξ ανάγκης οικονομολόγους οι οποίοι θα ψάχνουν να βρουν τα οικονομικά στοιχεία μιας τράπεζας, για να δουν αν αυτή η τράπεζα λειτουργεί σωστά, αν κάνει σωστές τοποθετήσεις. Γιατί φαντάζεστε έναν απλό άνθρωπο, έναν άνθρωπο της καθημερινότητας, έναν κτηνοτρόφο, έναν γεωργό, να κάθεται να παρακολουθεί τα οικονομικά στοιχεία των ελληνικών τραπεζών για να αποφασίσει σε ποια θα καταθέσει τα χρήματά του;
Όχι βέβαια. Είναι μία διαδικασία που δεν μπορεί να την ακολουθήσει ο μέσος καταθέτης. Είναι προφανές αυτό.
Εδώ λοιπόν, ανακύπτουν και τα ζητήματα των εποπτικών αρχών. Οι εποπτικές αρχές, τι ακριβώς κάνανε, όλα αυτά τα χρόνια; Γιατί οι εποπτικές αρχές, που υποτίθεται ότι είχαν εξασφαλίσει μέσα από την υιοθέτηση σειράς κανόνων αυστηρών για την εποπτεία των τραπεζών, δεν έκαναν την αυτοκριτική τους; Να έρθουν και να πουν ότι, εδώ πέρα, υπάρχει ένα πρόβλημα. Παρά τους αυστηρούς κανόνες που έχουμε υιοθετήσει τα τελευταία χρόνια, τα τραπεζικά συστήματα, λόγω της εξέλιξης των χρηματοοικονομικών προϊόντων, λόγω της τεχνογνωσίας που έχουν αποκτήσει τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, προβαίνουν ολοένα και περισσότερο σε μεγαλύτερη μόχλευση των κεφαλαίων, δηλαδή χρησιμοποιούν τα σχετικά λιγότερα κεφάλαια που έχουν για να παράξουν πολλαπλό αποτέλεσμα, παίρνοντας πολύ μεγαλύτερους κινδύνους και θέτοντας τα χρήματα σε κίνδυνο, που τους έχουν εμπιστευτεί οι αποταμιευτές. Επομένως για μένα, αν ένα μάθημα πρέπει να διδαχθούμε από αυτή την κρίση, είναι πρώτα-πρώτα να γυρίσουμε πίσω και να ρωτήσουμε τις εποπτικές αρχές, τι κάνανε όλα αυτά τα χρόνια. Δηλαδή οι κεντρικές τράπεζες, σ’ όλες τις χώρες, στην Κύπρο, στην Ελλάδα, στην Ιρλανδία, τι ακριβώς κάνανε όλα αυτά τα χρόνια, για να προστατεύσουν τις χώρες; Στο κάτω-κάτω οι πολίτες, σε αυτές εμπιστεύτηκαν την αρμοδιότητα της εποπτείας του τραπεζικού συστήματος. Την αφαιρέσαμε δηλαδή την εποπτεία από το πολιτικό σύστημα, και τη δώσαμε σε τεχνοκράτες, ανεξάρτητους, για να μη λειτουργούν κάτω από την επήρεια του πολιτικού συστήματος.
Κύριε Σαχινίδη, εκτιμάτε ότι με αφορμή και τις δηλώσεις του επικεφαλής του Eurogroup και τις δηλώσεις που έγιναν χθες από τους εκπροσώπους της Κομισιόν, ανοίγει, με αφορμή το μοντέλο της Κύπρου, μία νέα κατάσταση για το χρηματοπιστωτικό σύστημα;
Ανοίγει, διότι προσέξτε να δείτε. Αυτό το οποίο έχω επισημάνει, το τελευταίο διάστημα, με αφορμή αυτές τις εξελίξεις, είναι ότι πρώτον, δημιουργούνται δύο στρεβλώσεις μέσα από την περίπτωση αντιμετώπισης του προβλήματος της Κύπρου, αλλά και μέσα από τις τοποθετήσεις αυτές που γίνονται. Η πρώτη στρέβλωση, έχει να κάνει με το γεγονός ότι πλέον από δω και στο εξής οι χώρες στη Νότια Ευρώπη, θα υποχρεωθούν να αντλούνε κεφάλαια με πολύ υψηλότερο κόστος. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Αν η εκτίμησή μου επιβεβαιωθεί, αυτό σημαίνει ότι οι χώρες της Νότιας Ευρώπης θα έχουνε λιγότερες επενδύσεις και βεβαίως χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Μα αν τελικά, οι χώρες της Νότιας Ευρώπης έχουνε χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, σε σχέση με τις χώρες του Βορρά, αυτό δημιουργεί μια ανισότητα, την οποία υποτίθεται ότι μπήκανε στην ΟΝΕ για να τη θεραπεύσουμε.
Και πάντως η ύφεση δεν θα ξεπεραστεί ποτέ με αυτό το θέμα.
Ακριβώς. Το δεύτερο πρόβλημα το οποίο δημιουργείται, είναι ότι μέσα από αυτές τις τοποθετήσεις, φαίνεται, ότι προσπαθούν να ευνοήσουν συγκεκριμένα τραπεζικά συστήματα, μεγάλα, τα οποία έχουν τη δυνατότητα άντλησης των κεφαλαίων και μάλιστα στις συγκεκριμένες χώρες, οι οποίες έχουνε πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, σε βάρος τραπεζικών συστημάτων τα οποία είναι είτε μικρά, είτε ανήκουν σε μικρές χώρες, και που δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα.
Η συσσώρευση ρευστότητας, δηλαδή, του κεφαλαίου στις τράπεζες του Βορρά.
Ακριβώς. Και εδώ, θα εκφράσω δημόσια και έναν προβληματισμό. Ξέρετε τα τραπεζικά συστήματα που έχουν προβλήματα, δεν είναι μόνο των χωρών του Νότου, είναι και τραπεζικά συστήματα των χωρών του Βορρά. Να πάμε στην περίπτωση της Γερμανίας. Στη Γερμανία, στα κρατίδια, υπάρχουν συγκεκριμένα τραπεζικά ιδρύματα τα οποία λειτουργούν εντός των ορίων των κρατιδίων της Γερμανίας.
Βεβαίως. Η εξαίρεση η οποία υπάρχει στις περιφερειακές τράπεζες.
Όλοι γνωρίζουμε όσοι είμαστε εξοικειωμένοι με τη λειτουργία των τραπεζικών συστημάτων των επιμέρους χωρών της Ευρωζώνης, ότι αυτές οι τράπεζες που λειτουργούν στα κρατίδια της Γερμανίας, έχουν προβλήματα. Θα ήθελα να γνωρίζω μετά και τις δηλώσεις του κυρίου Ντάισελμπλουμ. Η πρόταση και η πρόθεση του Eurogroup, αν αύριο μεθαύριο προκύψει κάποιο πρόβλημα, που σχετίζεται με τη λειτουργία τους, και χρειαστούν ανακεφαλαιοποίηση, η πρότασή του λοιπόν, ότι μπορεί αυτός ο κανόνας, δηλαδή να συμμετάσχουν και οι καταθέτες, θα αφορούν και τα τραπεζικά συστήματα που λειτουργούν στα κρατίδια της Γερμανίας; Αυτή είναι μία ενδιαφέρουσα συζήτηση η οποία πρόκειται να ανοίξει, και θα δούμε τελικά, αν οι κανόνες, και αν ο τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων που προκύπτουν, είναι ένας τρόπος ο οποίος εφαρμόζεται σε όλους, με τον ίδιο τρόπο, ή είναι κάτι το οποίο κάθε φορά αλλάζει, ανάλογα με τα κριτήρια αυτών οι οποίοι έχουν τη δύναμη να παίρνουν τις αποφάσεις.
Είναι νομίζω, μία άσκηση εργασίας για το περιβόητο δίχτυ της ισονομίας που θα πρέπει να υπάρχει στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Κε Σαχινίδη, είμαστε μπροστά, πρέπει να ολοκληρωθεί ως το τέλος Απριλίου, αν δεν κάνω λάθος, η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών. Εδώ υπάρχει μία ανησυχία, μήπως τελικά δημιουργηθούν προβλήματα και με δεδομένο ότι οι τρεις μεγάλες τράπεζες, οι τρεις μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι, δηλαδή η Εθνική, η Alpha και η Πειραιώς, για να διατηρήσουν τον ιδιωτικό τους χαρακτήρα, θα πρέπει να διασφαλίσουν μια συμμετοχή της τάξης του 10% περίπου από ιδιώτες, για το σύνολο των κεφαλαιακών τους αναγκών. Με αυτή όλη την ανασφάλεια και τη ρευστότητα, η οποία επικυριαρχεί στο χρηματοπιστωτικό σύστημα στην Ευρωζώνη, εκτιμάτε ότι μπορεί απρόσκοπτα να λειτουργήσει αυτή η διαδικασία ή θα υπάρξουν προβλήματα;
Αντιλαμβάνεστε κι εσείς ότι αυτή η περίοδος, είναι μια περίοδος που έχει επηρεαστεί έντονα από τις εξελίξεις στην Κύπρο και από τους χειρισμούς που έχουν γίνει στην αντιμετώπιση του προβλήματος της Κύπρου. Αν όλα πάνε καλά ή αν όλα πηγαίνανε καλά από την πρώτη στιγμή πιθανότατα το ερώτημα σας να ήταν εύκολο να απαντηθεί. Αλλά εδώ, έχουμε το εξής πρόβλημα: Στο όνομα της αντιμετώπισης του προβλήματος της Κύπρου, πήγαμε σε μία αρχική επιλογή, η οποία απορρίφθηκε και μετά πήγαμε σε μία δεύτερη επιλογή, η οποία είναι να εφαρμοστεί. Αν όμως κάποιος, δει πρακτικά, ποια είναι τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί πλέον από τις αποφάσεις αυτές, έχει να επισημάνει δύο πολύ σημαντικά πράγματα: Το πρώτο είναι ότι το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου 15 μέρες παραμένει κλειστό. Αυτό από μόνο του συνιστά την απόλυτη ήττα στον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος. Εγώ δεν ξέρω καμία σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία, η οποία μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τράπεζες. Και αντιλαμβάνομαι ότι όταν μία οικονομία έχει για 15 ημέρες κλειστό το τραπεζικό σύστημα και ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου λέει, ότι θα προσπαθήσουν να ανοίξουν οι τράπεζες την Πέμπτη, αυτό από μόνο του, στέλνει λάθος μηνύματα. Δημιουργεί πρόσθετη αβεβαιότητα και αντιλαμβάνεστε πώς θα σκέφτονται από εδώ και πέρα οι επενδυτές, οι οποίοι έχουν κεφάλαια για το πού θα στείλουν και πού θα τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους. Αυτό είναι ένα δεδομένο. Ένα δεύτερο δεδομένο, το οποίο δεν έχει σχολιαστεί ιδιαίτερα στη δημόσια συζήτηση, είναι ότι η Κύπρος μετά από όλες αυτές τις εξελίξεις, θα είναι η πρώτη χώρα της Ευρωζώνης και η δεύτερη, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, αναπτυγμένη χώρα, η οποία θα επιβάλλει περιορισμούς στις ροές των κεφαλαίων. Ξέρετε, όλη η δεκαετία του ’80 αναλώθηκε σε μία συζήτηση για το αν θα έπρεπε να καταργηθούν οι περιορισμοί που είχαν οι χώρες στις ροές των κεφαλαίων. Ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων. Η άποψη που κυριάρχησε τότε που οι νεοφιλελεύθερες ιδέες ήταν πανίσχυρες, ήταν ότι θα πρέπει να καταργηθούν όλοι οι περιορισμοί που υπάρχουν στη διακίνηση των κεφαλαίων, διότι δημιουργούν στρεβλώσεις και δεν επιτρέπουν στους επενδυτές, αυτούς που έχουν τα κεφάλαια, να μπορέσουν να τα μετακινούν ελεύθερα από τη μία χώρα στην άλλη, με βάση το κριτήριο, που έχουν την υψηλότερη αποδοτικότητα. Εμείς σήμερα πλέον ξέρουμε ότι επίσημα και με τις ευλογίες της τρόικας, η κυπριακή κυβέρνηση έχει υιοθετήσει ήδη ένα σχετικό νόμο και πρόκειται να ανακοινώσει τα χαρακτηριστικά που θα έχει για περιορισμό της διακίνησης των κεφαλαίων. Αυτό λοιπόν, είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό πρόβλημα, το οποίο δείχνει και προσέξτε, γιατί μέσα στην τρόικα ανήκει και το ΔΝΤ, το οποίο πρωτοστάτησε στις καταργήσεις των περιορισμών κεφαλαίων, έχουμε το ΔΝΤ για δεύτερη φορά, μία στην Ισλανδία και μία στην Κύπρο, να έρχεται και να λέει ότι: “Ξέρετε κάτι, για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα, θα πρέπει να επιβάλλουμε περιορισμούς”. Άρα αυτό δημιουργεί δυσκολότερες τις συνθήκες άντλησης κεφαλαίων γενικότερα. Επομένως, στην περίπτωση της Ελλάδος, οι τρεις Τράπεζες, οι οποίες αναζητούν κεφάλαια, πιθανότατα να αντιμετωπίσουν κάποια προβλήματα στην εξεύρεση κεφαλαίων.
Και κάτι τελευταίο. Από τις συνεντεύξεις με πολιτικά πρόσωπα από την Κύπρο, διακρίνω έναν προβληματισμό για τον τρόπο με τον οποίο η Αθήνα συμπεριφέρθηκε, για το μέγεθος, αν θέλετε, της αρωγής. Και ακούω και μία συζήτηση, η οποία αναπτύσσεται για το αν θα υπήρχε τρόπος να βρεθούν 2 δις ευρώ από την Ελλάδα για την Κύπρο, είναι και μία θέση που έχει αναπτύξει και ο ΣΥΡΙΖΑ, ακούω να βρίσκει “ευήκοα ώτα” και στην Κύπρο. Η άποψή σας;
Με μεγάλη χαρά να ακούσω από τους οικονομολόγους καθηγητές του ΣΥΡΙΖΑ, πώς ακριβώς βλέπουν να γίνεται αυτή η εκταμίευση των 2 δις;
Μέσω του ELA.
Ο ELA να σας πω πώς λειτουργεί; Βγαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ και κάνει μία πρόταση, η οποία πρακτικά δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Είναι εκτός τόπου και εκτός χρόνου. Είναι εκτός πραγματικότητας. Σε ό,τι αφορά δε, τα ζητήματα, τα οποία αφορούν τη συμπαράσταση της Ελλάδος προς την Κύπρο, η εικόνα που έχω και που τουλάχιστον όλοι έχουμε αποκτήσει από τις τελευταίες εξελίξεις, είναι ότι η Ελλάδα από την πρώτη στιγμή είπε ότι τις επιλογές της Κύπρου θα τις σεβαστούμε και θα τις στηρίξουμε. Εκείνο το οποίο θέλω να καταθέσω, επειδή το πρόβλημα αυτό που αφορά την Κύπρο είναι γνωστό εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, είναι: Απέναντι σ’ αυτή τη λύση που λίγο ή πολύ είχε περιγραφεί και πριν από τις εκλογές, υπάρχουν δηλαδή δημόσιες τοποθετήσεις που λένε ότι εμείς θα αντισταθούμε σε μια τέτοια συμφωνία με αυτό το περιεχόμενο, ποια εναλλακτική διατυπώθηκε;
Ειπώθηκε στην ελληνική κυβέρνηση και η ελληνική κυβέρνηση είπε στους Κυπρίους, ότι: “Ξέρετε, εγώ δε δέχομαι να στηρίξω αυτήν την εναλλακτική πρόταση και θα στηρίξω αυτήν την οποία θα προτείνει το Eurogroup”;
Διότι, τότε και μόνον, θα αποκτούσε περιεχόμενο η συζήτησή μας, εάν είχε δημοσιοποιηθεί μια εναλλακτική πρόταση, η οποία είχε διαμορφωθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση της Κύπρου, από την κυβέρνηση του κ. Χριστόφια, την είχε υπερασπιστεί. Τότε μπορούσε να καταγγείλει την Ελλάδα ότι δεν τη στήριξε αυτήν την πρόταση ή έστω και μετά τις εκλογές, από την κυβέρνηση του νυν Προέδρου, είχε διατυπωθεί αυτή η εναλλακτική πρόταση δημόσια και ζητούσε και τη συμπαράσταση της ελληνικής κυβέρνησης. Όσο αυτή η εναλλακτική πρόταση δεν υφίσταται, δεν υπάρχει, δεν διατυπώνεται στο δημόσιο λόγο, δεν μπορεί κάποιος να έρχεται και να αφήνει υπονοούμενα και να λέει ότι εμείς περιμέναμε μία διαφορετική στάση από την Ελλάδα. Δηλαδή, τι θα έπρεπε να κάνει η Ελλάδα; Η Κύπρος να δέχεται αυτά που προτείνει το Eurogroup και η Ελλάδα να έρχεται και να αμφισβητεί αυτά τα οποία προτείνει το Eurogroup;
Εγώ δεν σας λέω ότι αυτές οι λύσεις είναι καλές. Αυτές οι λύσεις ήταν κακές. Και η πρώτη και η δεύτερη. Η δεύτερη, ίσως διόρθωσε, ένα προβληματικό στοιχείο της πρώτης λύσης. Δηλαδή, τουλάχιστον εξαίρεσε από τη φορολόγηση τις καταθέσεις κάτω από τις 100.000. Το οποίο, ουσιαστικά, ήταν μία “βόμβα” στα θεμέλια της καταθετικής πίστης που υπάρχει μεταξύ των πολιτών. Δηλαδή ότι, «όταν έχω μία κατάθεση κάτω από 100.000, δεν κινδυνεύει και δε χρειάζεται να ανησυχώ. Είναι διασφαλισμένη και εγγυημένη με αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης”. Αυτό ευτυχώς διορθώθηκε.
Δυστυχώς δεν έχω άλλο χρόνο. Καλή σας ημέρα.
Καλή σας ημέρα.