Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Χαιρετισμός Γιάννη Μανιάτη στην Ημερίδα του ΙΣΤΑΜΕ με θέμα: «Η Ελλάδα απέναντι στο νεοναζισμό και στη ρατσιστική, κοινωνική και πολιτική βία»


«Ο φασισμός εκδηλώνεται με δύο μορφές στις μέρες μας. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα της αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους, ή παθητικός μες τον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ότι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών».
Αυτά έγραφε ο Μάνος Χατζιδάκις πριν είκοσι χρόνια ακριβώς, τον Φλεβάρη του 1993. Τόσο τρομακτικά οξυδερκής. Τόσο λυπηρά επίκαιρος.
Στις εκλογές του Μαΐου, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. έθεσε με ξεκάθαρο τρόπο το θέμα της ανόδου του νεοναζισμού. Ο Πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στο Σύνταγμα, μπροστά στη Βουλή, στη μεγάλη μας συγκέντρωση είπε με τον πιο εύγλωττο τρόπο: «Από εδώ, σήμερα, δυο μέρες πριν τις εκλογές, φωνάζουμε όλοι μαζί: Όχι στον εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας. Όχι στην  είσοδο στη Βουλή των οπαδών του νεοναζισμού και των νοσταλγών της δικτατορίας».
Δυστυχώς δεν ήταν λίγοι αυτοί που βιάστηκαν να κηρύξουν το τέλος της μεταπολίτευσης, ή να την απαξιώσουν.
Αλλά αυτή η απαξίωση της μεταπολίτευσης και του πολιτικού συστήματος άνοιξε την πόρτα στις δυνάμεις του σκότους.
‘Έτσι γίνεται πάντα.
Γράφει η Χάννα Άρεντ, στις Αρχές του Ολοκληρωτισμού: «Όταν ένα ολοκληρωτικό κίνημα εισβάλει στο κοινοβούλιο περιφρονώντας τον κοινοβουλευτισμό, έχει ήδη πείσει μεγάλο μέρος των πολιτών ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι κίβδηλη και δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του λαού».
Eμείς οι ίδιοι, κάποιες συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις και πολιτικά πρόσωπα, οδήγησαν τους πολίτες στην περιφρόνηση του Κοινοβουλευτισμού. Και έχει τεράστια σημασία όταν έρχεται στη χώρας μας ο διάσημος ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ και απευθυνόμενος στους Έλληνες ζητά «να υπερασπιστούν τα θετικά επιτεύγματα της Μεταπολίτευσης», να μη «γυρίσουν την πλάτη τους στη δημοκρατική κληρονομιά της Μεταπολίτευσης».
Στις 3 του Δεκέμβρη αποφασίσαμε να θέσουμε το θέμα της ανόδου της Χρυσής Αυγής επιθετικά. Με πρωτοβουλίες του Προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατά τις συναντήσεις του με θεσμικούς και κοινωνικούς φορείς, με θεσμικές πρωτοβουλίες αλλά και με κινηματικές δράσεις.
Με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο είπαμε: όχι στο νεοναζισμό, όχι στους νοσταλγούς της χούντας, όχι στο ρατσισμό και την ξενοφοβία, όχι στη βία από όπου κι αν προέρχεται. Ζητήσαμε από όλα τα συνταγματικά κόμματα να συνταχθούν σε ένα αντιναζιστικό τόξο, με εύρος όμοιο με αυτό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δίχως αστερίσκους.
Δεν υπάρχει καλή και κακή βία.
Ως εκ τούτου η παρουσία της βουλευτού της ΔΗΜΑΡ, κ. Μαρίας Γιαννακάκη, έχει ιδιαίτερη σημασία. Την ευχαριστούμε.
Είναι μεγάλη τιμή και πολύτιμη βοήθεια η παρουσία του Γραμματέα της Νεολαίας του Εργατικού Κόμματος της Νορβηγίας (leader of the workers youth), κ. Εσκιλ Πέντερσεν, μάρτυρα του μεγαλύτερου κακού που έχει προκαλέσει η σύγχρονη ακροδεξιά. Του ζητάμε προκαταβολικά συγγνώμη για την οδυνηρή διαδικασία ενθύμησης του τραγικού εγκλήματος στην Ουτόγια, στις 22 Ιουλίου 2011, που κόστισε τη ζωή 70 παιδιών.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι μπορεί οι πράξεις του μακελάρη της Ουτόγια να καταδικάστηκαν από όλο τον πλανήτη, ο λόγος του όμως και οι «ιδέες» του κάθε μέρα που περνάει, στα πέτρινα χρόνια της κρίσης, κερδίζουν έδαφος, και στη χώρα μας.
Όμως μόνο η μνήμη και δη η ιστορική μνήμη μπορεί να βοηθήσει τη χώρα μας να βάλει ένα τέλος στο ολισθηρό μονοπάτι που οδηγεί η αποδοχή, ή η ανοχή της βίας, του ρατσισμού, του μίσους.
Ευχαριστούμε και όλους τους καλεσμένους ομιλητές που θα φωτίσουν το φαινόμενο του νεοναζισμού και της ανόδου της κοινωνικής, ρατσιστικής και πολιτικής βίας, έτσι ώστε να μπορέσουμε να το αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά πριν να είναι πολύ αργά.
Στο πλαίσιο αυτό είναι εξαιρετικά σημαντική η παρουσία του Χρήστου Κατσιούλη, Διευθυντή του Ελληνικού τμήματος του Ιδρύματος Friedrich Ebert, γιατί το ζήτημα αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό αλλά ευρωπαϊκό, και δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει η Ελλάδα μόνη της. Έχουμε υποχρέωση, όλοι μαζί ως Ευρώπη, να μην επαναλάβουμε την Ιστορία, ούτε ως φάρσα. 
Δεν συγχωρείται άγνοια της ιστορίας και δεν συγχωρείται άγνοια της κοινωνικής δυναμικής.
Ο νεοφασισμός και ο νεοναζισμός λειτουργούν ως «τράπεζες οργής» και προσκαλούν την κοινωνία να καταθέτει εκεί την οργή, το θυμό και τη δυσαρέσκειά τους. Όμως, αυτή η «κατάθεση» έχει δείξει ιστορικά τι αποτελέσματα παράγει.
Η σωστή απάντηση δεν είναι η βία και η οργή.
Αλλά το επίμονο και επίπονο χτίσιμο της ελπίδας.
Σας ευχαριστώ.