Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Ενδιαφέρουσα μακροσκελής ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου κατά την έναρξη της Ημερίδας του Τομέα Υγείας του ΠΑΣΟΚ


Ένα νέο κοινωνικό κράτος είναι εφικτό 
και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα 

Ολόκληρη η χθεσινή ομιλία του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελου Βενιζέλου, έχει ως εξής:
‹‹Φίλες και φίλοι, χαίρομαι πραγματικά γιατί σήμερα, πρωί της Κυριακής, βλέπω εδώ συγκεντρωμένα τόσο πολλά στελέχη μας, του χώρου της Υγείας. Παλιές και νέες προσωπικότητες που εφάπτονται με το Κίνημά μας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και θέλουν να πάρουν μέρος στον προσυνεδριακό διάλογο, σε ένα θέμα τόσο ευαίσθητο, τόσο καίριο, τόσο σημαντικό για την κοινωνία, όσο είναι η πολιτική Υγείας.
Θέλω να συγχαρώ τη Γραμματεία μας στον Τομέα Υγείας, τους συναδέλφους μας στη Βουλή και τους άλλους φίλους και συντρόφους που ασχολούνται οργανωτικά με τα θέματα αυτά γιατί είναι σημαντικό να ενεργοποιούνται όλοι οι κοινωνικοί και επαγγελματικοί χώροι με τους οποίους το ΠΑΣΟΚ διατηρεί παραδοσιακά πολύ στενούς δεσμούς. Και με τον χώρο της Υγείας, το ΠΑΣΟΚ είναι στην πραγματικότητα ταυτισμένο, γιατί όπως σωστά είπε ο Δημήτρης (Κρεμαστινός) στην εισαγωγή του, όλες οι μεγάλες τομές, όλες οι κατακτήσεις των τελευταίων δεκαετιών, στην πραγματικότητα της μεταπολιτευτικής περιόδου, έχουν την έντονη σφραγίδα του ΠΑΣΟΚ.
Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, ως εμπνευστής των μεγάλων πρωτοβουλιών της δεκαετίας του ’80, ο Γιώργος Γεννηματάς, ο Παρασκευάς Αυγερινός –και σταματώ εδώ για να μη δημιουργηθούν παρεξηγήσεις- έχουν συνδέσει τα ονόματά τους και κυρίως το όνομα της Παράταξής μας με το κεκτημένο στον χώρο της Υγείας. Πράγματι, δεν θα  υπήρχε Εθνικό Σύστημα Υγείας και δεν θα υπήρχε ούτε Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, αν δεν είχε κάνει το ΠΑΣΟΚ αυτές τις μεγάλες κινήσεις. Χρειάζεται η ιστορική μνήμη. Χρειάζεται να τα θυμίζουμε αυτά.
Όμως, η αλήθεια είναι ότι η κοινωνία ελάχιστα ασχολείται με το παρελθόν. Ασχολείται με ένα επώδυνο παρόν και με ένα επισφαλές και αβέβαιο μέλλον. Κι εμείς πρέπει να δείξουμε ότι πέρα από τους ιστορικούς τίτλους που έχουμε στον χώρο της Υγείας και γενικότερα της κοινωνικής πολιτικής και του κοινωνικού κράτους, μπορούμε να αποδείξουμε πως κατανοούμε την πραγματικότητα, των πολύ μεγάλων προβλημάτων που βιώνει ο Έλληνας πολίτης, κάθε ελληνική οικογένεια, και κυρίως να αποδείξουμε ότι έχουμε προτάσεις και σχέδιο για το μέλλον κι ότι μπορούμε να επηρεάσουμε πολιτικά, κοινοβουλευτικά, κυβερνητικά τις εξελίξεις, μεταφράζοντας σε συγκεκριμένες νομοθετικές, διοικητικές, πολιτικές ενέργειες τις ιδέες μας που μπορούμε να τις καλλιεργούμε και να τις εμβαθύνουμε. Αλλά, σημασία για τον πολίτη έχει να υπάρχει πρακτικό αποτέλεσμα.
Βιώνουμε εδώ και τρία χρόνια μια πολύ μεγάλη κρίση, που στην πραγματικότητα είναι η κρίση του μοντέλου οργάνωσης του ελληνικού κράτους, της ελληνικής κοινωνίας, της ελληνικής οικονομίας. Δεν βιώνουμε το πρόβλημα της Μεταπολίτευσης. Βιώνουμε το πρόβλημα του νέου ελληνικού κράτους. Γιατί έχουν βγει στην επιφάνεια τα γενετικά προβλήματα που ήδη από τον 19ο αιώνα υπήρχαν, όταν γεννήθηκε πρώτα το κράτος, μετά η κοινωνία και μετά η οικονομία, σε αυτή την περιοχή της ΝΑ Ευρώπης.
Ο ιστορικός χρόνος, όμως, πυκνώνεται. Μπορεί να περνάς δεκαετίες ολόκληρες σε μία χαλαρή κατάσταση και ξαφνικά, μέσα σε λίγα χρόνια, σε λίγους μήνες, να συμπυκνώνονται όλες οι εξελίξεις, να ανατρέπονται καταστάσεις, να αναθεωρούνται τα δεδομένα. Αυτό βιώνουμε τώρα. Βιώνουμε μια κατάσταση αντίστοιχη από πλευράς πυκνότητας εξελίξεων με αυτό που συνέβη στην Ελλάδα την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου. Δεν υπάρχει άλλη ιστορική περίοδος, η οποία να είναι συγκρίσιμη.
Η αλήθεια μας, η αλήθεια του ΠΑΣΟΚ, η αφήγησή μας για το τι συνέβη, τι κάναμε και το τι πρέπει να γίνει, ακούγεται με δυσκολία. Δεν ακουγόταν στην αρχή καθόλου την προεκλογική περίοδο. Και τώρα αρχίζει να ακούγεται, ανοίγουν χαραμάδες και πρέπει να ανοίξουμε παράθυρα και πόρτες επικοινωνίας με την παλιά κοινωνική μας βάση, αλλά και με το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, με όλο τον ελληνικό λαό.
Και το λέω αυτό γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο παλιός κοινωνικός συνασπισμός που εκφράστηκε από το ΠΑΣΟΚ  μέχρι και τις εκλογές του 2009, ο μεγάλος πλειοψηφικός, πολυσυλλεκτικός, κοινωνικός συνασπισμός, το ρεύμα εξουσίας που διαμορφώθηκε από το 1981 και μετά -κάποιες στιγμές κλονίστηκε, γύρω στο 1989 και ανασυγκροτήθηκε στη συνέχεια από το 1993 και μετά- έχει στην πραγματικότητα διαλυθεί, γιατί έχει διαρραγεί ο ίδιος ο ιστός της κοινωνίας και βασικές παραδοχές πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η πολιτική φυσιογνωμία και η δράση του ΠΑΣΟΚ μέσα στην κοινωνία και μέσα στην παραγωγή, έχουν φυσικά αμφισβητηθεί.
Και τώρα πρέπει  να απευθυνθούμε σε όλο την ελληνικό λαό, σε όλους τους πολίτες, για να συγκροτήσουμε έναν άλλο κοινωνικό συνασπισμό. Ως Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές, ως εκφραστές  της μεγάλης δημοκρατικής, προοδευτικής παράταξης, ως εκφραστές ενός ΠΑΣΟΚ, ενός συλλογικού υποκειμένου, με ιστορία, με διαδρομή, αλλά που πρέπει να αποδεικνύει κάθε φορά πως είναι πράγματι πατριωτικό, πως είναι πράγματι λαϊκό, πως είναι πράγματι ριζοσπαστικό, στην πράξη, επί του συγκεκριμένου και με βάση τις νέες συνθήκες και τα νέα ερωτήματα.
Γιατί τώρα, ούτε κεκτημένα μπορείς να διαφυλάξεις, ούτε παροχές μπορείς να υποσχεθείς, ούτε προσόδους που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τη λειτουργία του κράτους μπορείς να κατανείμεις. Πρέπει να μιλήσουμε με τελείως διαφορετικούς όρους. Και αυτό κάνουμε, παρουσιάζοντας το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης, που φυσικά βασίζεται στη δουλειά και το μυαλό των Ελλήνων, στους ενδογενείς πόρους. Και οι ενδογενείς πόροι κάθε χώρας είναι η γη της και οι άνθρωποί της.
Και βεβαίως, αυτό το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης έχει προϋποθέσεις πολιτικές και θεσμικές, μία άλλη συγκρότηση της κοινωνίας, ένα άλλο κράτος, ένα άλλο πολιτικό σύστημα, μία άλλη αντίληψη για το ίδιο το κόμμα –γι’ αυτό κάνουμε το Συνέδριο- ένα δημοκρατικό, συλλογικό, αποπροσωποποιημένο κόμμα, ένα κόμμα που λειτουργεί ως θεσμική εγγύηση για τη δημοκρατία και την έκφραση των ιδεών μας.
Αλλά, βεβαίως, πρέπει να απευθυνθούμε, όπως είπα και προηγουμένως, στην κοινωνία για να διαμορφώσουμε την δική μας νέα πλειοψηφική και πολυσυλλεκτική τάση, με εντιμότητα. Και όχι μόνο σε κάποιους που έχουν μία κοινωνική ιδιότητα, πρέπει επιπλέον να έχουν και μία ιδεολογική και αξιακή αντίληψη για τα πράγματα.
Δεν αρκεί να είσαι εργαζόμενος στον δημόσιο τομέα, δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός για να ανήκεις σε αυτό το συνασπισμό εξουσίας, σε αυτό το «μπλοκ» δυνάμεων. Πρέπει να πιστεύεις βαθιά στο γενικό συμφέρον. Πρέπει να πιστεύεις βαθιά πως είσαι υπηρέτης του ελληνικού λαού. Πρέπει να πιστεύεις στην αξιοκρατία και την ποιότητα παροχής υπηρεσιών. Πρέπει να αντιλαμβάνεσαι ότι είσαι εκεί για να προσφέρεις υπηρεσίες στην κοινωνία και τον πολίτη.
Δεν αρκεί να είσαι απλά και μόνο συνταξιούχος για να είσαι προοδευτικός ή συμπαθής ως χαμηλοσυνταξιούχος. Πρέπει να έχεις συνείδηση του τι σημαίνει «προσδοκώ μία καλύτερη Ελλάδα» για τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου και πρέπει να υποβληθούμε όλοι σε θυσίες για να πετύχουμε αυτή τη νέα Ελλάδα του μέλλοντος των παιδιών μας και των εγγονιών μας.
Δεν αρκεί να είσαι ένας επιστήμονας που κατέχει   τη γνώση, αυτό το μεγάλο παραγωγικό εργαλείο, πρέπει επιπλέον να έχεις  συνείδηση της κοινωνικής σου ευθύνης, να πιστεύεις στην καινοτομία, να μπορείς να στηρίξεις την επιχειρηματικότητα, να ξέρεις ότι η γνώση οργανώνεται ακαδημαϊκά με έναν τρόπο που απαιτεί πειθαρχία, αξιοπιστία, ποιότητα, ανταγωνιστικότητα σε διεθνές επίπεδο. Αλλιώς δεν υπάρχεις.
Δεν αρκεί να είσαι εργαζόμενος του ιδιωτικού τομέα και να διεκδικείς καλύτερες συνθήκες δουλειάς και καλύτερη αμοιβή. Πρέπει να θέλεις να προστατεύσεις τη θέση εργασίας. Πρέπει να θέλεις να βοηθήσεις την επιχείρησή σου να γίνει βιώσιμη και ανταγωνιστική.
Και βεβαίως, για μας, το σημαντικότερο είναι να απευθυνθούμε στον άνεργο που αντιλαμβάνεται, μέσα στην πίκρα του και την απόγνωσή του –1.200.000 άνθρωποι, 400 χιλιάδες οικογένειες στην απόλυτη ανεργία, χωρίς κανένα εργαζόμενο μέλος μέσα στο σπίτι -  που αντιλαμβάνεται λοιπόν ότι μόνον η εφαρμογή αυτής της εθνικής στρατηγικής οδηγεί σε αποτέλεσμα. Ότι μόνο η διάσωση της οικονομίας και της χώρας, μέσα στο ευρώ, μέσα στην Ευρώπη, και η ανάκαμψη της οικονομίας δημιουργεί θέσεις εργασίας.
Γιατί χωρίς μία χώρα δημοσιονομικά και χρηματοοικονομικά σταθερή και ευρωπαϊκή, χωρίς μία χώρα που ενισχύει την επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, δεν υπάρχει απασχόληση και δεν υπάρχει λύση αξιοπρεπής και μακροπρόθεσμη για τον άνεργο. Υπάρχουν πεντάμηνα στην κοινωφελή εργασία ή στην αυτεπιστασία, υπάρχουν επιδόματα, υπάρχουν προνοιακές λύσεις που πρέπει να προσφέρουμε, αλλά δεν υπάρχει η ριζική, η μόνιμη, η αξιοπρεπής λύση της απασχόλησης.
Γιατί το μεγάλο πρόβλημα της ανεργίας, ακόμη και τώρα, εν μέσω κρίσης, δεν είναι οι απολύσεις. Είναι η αδυναμία προσλήψεων γιατί δεν δημιουργούνται θέσεις απασχόλησης. Είναι οι επισφαλείς θέσεις εργασίας, που υπάρχουν ακόμη, αλλά που άνθρωποι μέσης ηλικίας φοβούνται μη τις χάσουν. Είναι η αδυναμία των νέων παιδιών να μπουν στην αγορά εργασίας και να αποκτήσουν μία πρώτη εργασιακή εμπειρία, η οποία θα τους ανοίξει, στη συνέχεια, με ανταγωνιστικούς και αξιόπιστους όρους, αυτήν την πόρτα της ζωής.
Έχει λοιπόν πολύ μεγάλη σημασία  να μιλήσουμε, πάντα με τη μνήμη του παρελθόντος, έχοντας επίγνωση του παρόντος και σχέδιο για το μέλλον.
Αυτή είναι η υποχρέωση της προοδευτικής, δημοκρατικής παράταξης. Αυτή είναι η υποχρέωση της Κεντροαριστεράς. Και δεν θα πάψουμε ποτέ να αγωνιζόμαστε, με συγκεκριμένες προτάσεις, με ανοικτό μυαλό και ανοικτή καρδιά για τη συμπόρευση και τη συστράτευση όλων των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς. Και βέβαια για την οριοθέτηση της Κεντροαριστεράς. Γιατί Κεντροαριστερά σημαίνει πραγματική προοδευτική σκέψη, ευρωπαϊκός προσανατολισμός, ειλικρίνεια, σοβαρότητα, αλήθεια. Και δεν είναι Κεντροαριστερά ο φαινομενικός ριζοσπαστισμός που κρύβει μέσα του έναν βαθύ και αθεράπευτο συντηρητισμό και  τυχοδιωκτισμό, στην πραγματικότητα κρύβει μέσα του το αίτημα να μην αλλάξει τίποτε, να μη διορθωθεί δηλαδή κανένα από τα αίτια που οδήγησαν  στη βαθιά κρίση την ελληνική οικονομία και την ελληνική κοινωνία.
Η οριοθέτηση απέναντι σε αυτήν την γραμμή είναι που θα φέρει πίσω σε μας τους ανθρώπους που συγκυριακά μας εγκατέλειψαν, γιατί μέσα στην απόγνωσή τους ήθελαν να εκφράσουν αντιρρήσεις για μία πολιτική, χωρίς να έχουν να προτείνουν φυσικά μία άλλη ή χωρίς να ακούν μία άλλη.
Και όσοι είχαν επιφυλάξεις για το αν πράγματι έχουμε κάνει την «καλή επιλογή», πρέπει να πω ότι το δίλλημα δεν ήταν ανάμεσα στην καλή και την κακή επιλογή. Έχω πει πάμπολλες φορές ότι το δίλλημα εξαρχής ήταν ανάμεσα σε μία κακή και σε μία απολύτως καταστροφική επιλογή. Και βεβαίως, όταν έχεις ένα τέτοιο οδυνηρό ιστορικό δίλλημα, δεν θα διαλέξεις το απόλυτα καταστροφικό αλλά το μη χείρον, το οποίο είναι κακό, είναι επώδυνο και είναι συντηρητικό στη σύλληψή του, υποστηρικτικό και τιμωρητικό ταυτόχρονα.
Γιατί το γήπεδο μας είναι η Ευρώπη, δεν υπάρχει καλύτερο γήπεδο ιστορικά. Η Ευρώπη είναι η πιο προοδευτική ήπειρος, αυτή που έχει τα εντονότερα σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά, αλλά είναι βαθιά συντηρητική. Γιατί τις τελευταίες πολλές δεκαετίες κυριαρχούν οι συντηρητικές δυνάμεις. Ακόμη και οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, μέσα από την εμπειρία της διακυβέρνησης και μέσα από την όσμωση με τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής συντήρησης, έχουν χάσει την ορμή τους.
Και έχουν χάσει την ορμή τους από τη στιγμή που στην πραγματικότητα εγκαταλείφθηκαν οι κεϊνσιανές πολιτικές από τις αρχές τις δεκαετίας του ’90 και έγιναν αποδεκτοί στόχοι μακροοικονομικοί και δημοσιονομικοί, που δεν μπορούν να λάβουν υπόψη τους την κοινωνική παράμετρο. Άρα την μεγάλη κατάκτηση της Ευρώπης του 20ού αιώνα που είναι το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος. Σε οποιαδήποτε εκδοχή, σκανδιναβική, βρετανική, βορειοευρωπαϊκή, νοτιοευρωπαϊκή, όποια εκδοχή και να πάρετε, ο κοινός παρονομαστής, το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος, δηλαδή η κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη ως κρατικό καθήκον, ως δημόσια υπόθεση, ως ένας μεγάλος μηχανισμός αναδιανομής του κοινωνικού πλεονάσματος, είναι το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της Ευρώπης του 20ού αιώνα. Αυτό όμως έχει τεθεί σε αμφισβήτηση εδώ και πολλές δεκαετίες. Γιατί τέθηκε σε αμφισβήτηση η ιδεολογική αντίληψη, στην πραγματικότητα, του  Κεϊνσιανισμού.
Λέω συχνά αυτό που λέει ο Κέινς ότι «οι ιδέες κυβερνούν τον κόσμο». Και πράγματι οι ιδέες κυβερνούν τον κόσμο, μόνο που στην Ευρώπη κυριαρχούν οι συντηρητικές απόψεις, μέσα από αυτόν τον κυλιόμενο ευρωπαϊκό συνασπισμό εξουσίας, όπου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συνυπάρχουν οι δυνάμεις του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και  οι δυνάμεις του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος και δυνάμεις φιλελεύθερες ή δυνάμεις οικολογικές, για  να σχηματίζονται κυβερνήσεις και να πορεύεται η Ευρώπη, αμήχανα, χωρίς στρατηγική προοπτική, χωρίς ριζοσπαστικές θεωρήσεις, χωρίς μεγάλες τομές. Γιατί είναι επισφαλής . Και ορθά είπε ο Δημήτρης (Κρεμαστινός) ότι η Ευρώπη βιώνει τα τελευταία τέσσερα χρόνια, πέντε χρόνια πλέον, γιατί πρέπει να μετράμε στην πραγματικότητα από το 2007 την εκδήλωση της κρίσης σε παγκόσμιο επίπεδο, την δημοσιονομική και χρηματοοικονομική κρίση του νότου πρωτίστως. Αλλά γιατί του νότου;
Γιατί η Ιταλία ανήκει στο νότο απλώς, μία χώρα που είναι στους G-8, στους G-20; Γιατί η Ισπανία ανήκει στο νότο απλώς, που είναι μία χώρα που μετέχει στις μεγαλύτερες 20 οικονομίες του κόσμου; Σημειωτέον ότι η Ελλάδα, πριν την κρίση, ήταν η 27η οικονομία στον κόσμο και τώρα δεν έχει πέσει κάτω από τον αριθμό 30, παρά τη μείωση του ΑΕΠ λόγω της κρίσης και της σωρευτικής ύφεσης.
Και γιατί δεν νοιώθουν την απειλή της κρίσης άλλες χώρες, που είναι στο σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, όπως η Γαλλία. Προφανώς και νοιώθουν την πίεση και μεγάλες χώρες και προφανώς τα απόλυτα μεγέθη του δημοσίου χρέους του σκληρού πυρήνα της Ευρώπης είναι απειλητικά. Γιατί μόνον η Γερμανία έχει 2 τρισ. 600 δισ. ευρώ χρέος. Η Γαλλία 2 τρισ. 200 δισ. ευρώ. η Ιταλία 2 τρισ. ευρώ. Μιλάμε για κολοσσιαία μεγέθη, τα οποία δεν συνοδεύονται από την πολιτική και στρατιωτική ισχύ, τη νομισματική ευελιξία που έχουν οι ΗΠΑ και που δεν έχει φυσικά η ΕΕ και η Ευρωζώνη.
Αυτή η κρίση, λοιπόν, των ιδεών του Κεϊνσιανισμού, αυτή η θεσμική και πολιτική αμηχανία, της ΕΕ, αυτή η αδυναμία λήψης αποφάσεων, που φάνηκε και στο νέο πολυετή προϋπολογισμό, στο νέο  πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο της Ευρώπης, αυτή η καχεξία του κοινοτικού προϋπολογισμού (το 0, 90%, λιγότερο από 1% του κοινοτικού ΑΕΠ είναι αυτό που αναδιανέμεται μεταξύ των χωρών για να διασφαλιστεί η συνοχή και η κοινή αγροτική πολιτική που φυσικά απορροφά την μεγάλη πλειονότητα των πόρων).
Αυτά λοιπόν τα προβλήματα στην καρδιά τους, στον πυρήνα τους μπορούν να ειπωθούν με μία λέξη: Δημοσιονομική και δημογραφική κρίση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους. Κι όταν βρίσκεται σε κρίση το  ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος είναι σε κρίση το ευρωπαϊκό μοντέλο ανάπτυξης, δηλαδή το ίδιο το παραγωγικό σχήμα, η ανταγωνιστικότητα. Είναι σε κρίση η ευρωπαϊκή δημοκρατία. Γιατί η δημοκρατία, το κράτος δικαίου, η νομιμοποίηση, η συμμετοχή των κοινωνιών, η στήριξη των κυβερνήσεων εξαρτάται από το επίπεδο ζωής, αν έχεις δουλειά, αν έχεις εισόδημα, αν έχεις ασφάλεια, αν έχεις εγγυήσεις συνοχής.
Και βεβαίως από αυτό εξαρτάται και το μεγάλο πρόβλημα του εκφασισμού στην Ευρώπη που το ζούμε εμείς με το ακραίο φαινόμενο του απροκάλυπτα ναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής.
Αυτά είναι μεγάλα πανευρωπαϊκά προβλήματα που είναι ταυτόχρονα και δικά μας προβλήματα, γιατί η Ελλάδα δυστυχώς, για πολλοστή φορά στην ιστορία της γίνεται το «εργαστήριο» στο οποίο δοκιμάζονται μεγάλες ιστορικές εξελίξεις.
Στις αρχές του 19ου αιώνα η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το λεγόμενο «ανατολικό ζήτημα», η ανάδειξη του εθνικού κράτους, δοκιμάστηκε στο εργαστήριο της Ελλάδας.
Στη συνέχεια, στις αρχές του 20ού αιώνα, ο μεγάλος αναθεωρητισμός, η επαναχάραξη του ευρωπαϊκού χάρτη μέσα από τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην πραγματικότητα είχε ως εργαστήριο την Ελλάδα του εθνικού διχασμού, ανάμεσα στους Κωνσταντινικούς και τους Βενιζελικούς, ανάμεσα στο κράτος των Αθηνών και το κράτος της Θεσσαλονίκης.
Στη συνέχεια ,οι δικτατορίες του Μεσοπολέμου, λόγω της ανάδειξης του ναζισμού και του φασισμού, είχαν δύο περιφερειακά  εργαστήρια: Τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Στη συνέχεια, η Ελλάδα βίωσε την Κατοχή με τους χειρότερους όρους. Και βίωσε και τον πρώτο και σημαντικότερο μεταπολεμικό εμφύλιο πόλεμο, που ήταν το προοίμιο του Ψυχρού Πολέμου.
Και στη συνέχεια τη δικτατορία της 21ης Απριλίου, ως έναν σπασμό των καχεκτικών δημοκρατιών της νότιας Ευρώπης.
Για να φτάσουμε επιτέλους, στη Μεταπολίτευση να έχουμε μία περίοδο 35 ετών απόλυτης ομαλότητας και να ξανακυλήσουμε σε αυτή τη μεγάλη κρίση -δημοσιονομική, χρηματοοικονομική, αναπτυξιακή, κοινωνική, αξιακή- που κινδυνεύει να διαλύσει την κοινωνία και τις ελπίδες μας και να οδηγήσει στην απόλυτη απογοήτευση τη νέα γενιά.
Γιατί εμείς ως πολιτκό σύστημα, ως κοινωνία  δεν είχαμε επίγνωση και γιατί δεν είχαμε αντιληφθεί ότι «όσα φέρνει η ώρα  δεν τα φέρνει ο χρόνος». Γιατί ήταν ελλιπής ο σχεδιασμός μας μετά την ένταξη στην ΟΝΕ μέσα στις νέες συνθήκες, θεωρήσαμε  ότι η ένταξη στην ΟΝΕ σημαίνει απλά χαμηλά επιτόκια και εύκολο δανεισμό,  κατανάλωση, εισαγωγές, πλήρη ανατροπή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Αλλά διαχειριστήκαμε την περίοδο 2001-2003 στην πραγματικότητα, γιατί από τον Μάρτιο του 2004, μέσα στον ενθουσιασμό της ολυμπιακής προετοιμασίας, μία άλλη κυβέρνηση, συντηρητική, πήρε τα ηνία, και τα παρέδωσε τον Οκτώβριο του 2009, με την Ελλάδα εκτροχιασμένη δημοσιονομικά και ως προς το έλλειμμα και ως προς το χρέος, με ένα γιγαντιαίο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που είναι έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και παραγωγής, όχι απλώς παραγωγικότητας, 15%  έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, το μεγαλύτερο διεθνώς.
Ενώ θα μπορούσαν φυσικά μικρές κινήσεις να έχουν προσφέρει στη χώρα διέξοδο, μεγάλο αποτέλεσμα, το οποίο, τώρα πρέπει να το διεκδικήσουμε και να το πετύχουμε με δραματικές θυσίες και προσπάθειες οι οποίες γίνονται τα τελευταία τρία χρόνια.
Δεν ήταν δική μας επιλογή το να κάνουμε τη δημοσιονομική προσαρμογή και να μειώσουμε το έλλειμμα τόσο πολύ, 13 μονάδες του ΑΕΠ σε όρους πρωτογενούς ελλείμματος, μέσα σε τρία χρόνια. Μας επιβλήθηκε γιατί επιβλήθηκαν στις χώρες του νότου οι προκυκλικές πολιτικές. Προκυκλική πολιτική σημαίνει ότι ξεκινάς να αντιμετωπίσεις τα ελλείμματά σου, γιατί είναι μεγάλα, ενώ είσαι σε ύφεση, γιατί δεν μπόρεσες να πετύχεις μείωση ελλειμμάτων όταν ήσουν σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης. Κι ενώ είσαι σε ύφεση αναγκάζεσαι να πας σε βαθύτερη και ακόμη βαθύτερη ύφεση, ανεργία και ακόμη μεγαλύτερη ανεργία, γιατί αυτός που σε δανείζει για να ζεις όσο έχεις πρωτογενή ελλείμματα και για να έχεις βιώσιμο χρέος και να το αναχρηματοδοτείς ,σου επιβάλλει μία αντίληψη η οποία είναι συντηρητική.
Αλλά η άλλη λύση είναι η χρεοκοπία. Η άλλη λύση είναι η καταστροφή του τραπεζικού συστήματος. Η άλλη λύση είναι  εκμηδένιση, όχι απλώς καταθέσεων, αλλά και ακίνητων περιουσιών. Η άλλη λύση δεν είναι η υψηλή ανεργία, αλλά η απόλυτη καταστροφή της πραγματικής οικονομίας.
Πώς να πείσεις τον κόσμο ότι αυτό που έκανες ήταν και αναγκαίο και καλύτερο γιατί ποτέ δεν βίωσε το χειρότερο; Kαι είναι για μας μεγάλη ικανοποίηση ότι ο Έλληνας δεν βίωσε το χειρότερο κι ας μας κατηγορεί, μας λοιδορεί, μας φτύνει, μας αμφισβητεί γι αυτό που υπέστη. Εμείς ξέρουμε στη συνείδησή μας ότι κάναμε το καλύτερο, γιατί όταν έχεις τέτοιο δίλημμα ανάμεσα στο κακό και το καταστροφικό, δεν έχεις άλλη επιλογή.
Και τώρα η χώρα έχει μία βάση να σταθεί. Έχει τη βάση που διαμορφώσαμε το Φεβρουάριο του 2012 με τη συμφωνία, με το κούρεμα του χρέους, με τις μεγάλες εκταμιεύσεις, με τη διασφάλιση της πορείας της χώρας έως την επάνοδό της στις αγορές. Κι αν δε μεσολαβούσε η μακρά περίοδος των εννέα μηνών -τέσσερις μήνες προεκλογικοί και πέντε μήνες μετεκλογικής διαπραγμάτευσης- θα είχαμε κερδίσει πολύ χαμένο έδαφος.
Κι αν μας είχαν ακούσει στο τι προτείναμε για την διαπραγμάτευση και επί της μεθόδου και επί της ουσίας, μετά τις εκλογές, δεν θα ήταν τώρα έκπληκτοι και άναυδοι ακούγοντας για τα υπολογιστικά ´´λάθη´´ του ΔΝΤ. Τώρα καταλαβαίνουν ότι ήταν λάθος οι μακροοικονομικές προγνώσεις των εταίρων μας, για την ύφεση και την ανεργία; Μα αυτό ήταν οφθαλμοφανές από το Γενάρη του 2011.
Αυτός ήταν ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο στρατεύτηκα στο Υπουργείο Οικονομικών τον Ιούνιο του 2011.
Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο βάλαμε στο τραπέζι το κούρεμα του χρέους και ένα άλλο πρόγραμμα με πολύ μεγαλύτερο δάνειο, πολύ μακρύτερη περίοδο εξόφλησης, πολύ καλύτερους όρους.
Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο συγκρουστήκαμε με την τρόικα τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου του 2011, όταν έφυγε από το γραφείο μου και κάποιοι νόμισαν ότι μπλοφάρουμε.
Αυτό ήταν το αντικείμενο των σκληρών διαπραγματεύσεων με τη γερμανική και άλλες κυβερνήσεις που ακόμη σκεφτόντουσαν την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ.
Αυτό ήταν το εφαλτήριο που μας οδήγησε στο δεύτερο πρόγραμμα, που μας οδήγησε στη μείωση χρέους, το οποίο έχει μειωθεί σημαντικά, κατά 65% του ΑΕΠ. Δεν έχει ξαναγίνει ποτέ αυτό στα  ιστορικά της παγκόσμιας οικονομίας. Κατά 130 δισ. ευρώ έχει μειωθεί το δημόσιο χρέος.
Υπάρχουν χώρες, όπως η Αργεντινή που μιλούσαν για  50- 60 δισ. δολάρια, χώρες φτωχές, όπως η Μιανμάρ που αναδιάρθρωσε το χρέος πριν από λίγες εβδομάδες το οποίο ήταν συνολικά 6 δισ. δολ. Και η Κύπρος η οποία έχει σήμερα εκλογές -και ευχόμαστε στην Κυπριακή Δημοκρατία να ισχυροποιήσει την υπόστασή της- έχει συνολικό ΑΕΠ 18 δισ. ευρώ και δεν μπορεί να βρει μία λύση με δανεισμό έξω από τα όρια της τρόικας, της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ. Γιατί δεν είναι εύκολο να μιλάς για άλλες λύσεις.
Εμείς λοιπόν πορευόμαστε με βάση το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης, που θέλουμε να υιοθετηθεί από την Κυβέρνηση και την  Βουλή συνολικά, το οποίο θα έχω  την ευκαιρία να παρουσιάσω αύριο στους κοινωνικούς και παραγωγικούς φορείς της χώρας, και φυσικά είναι ένα από τα μεγάλα διακυβεύματα του Συνεδρίου μας.
Γιατί το Συνέδριο θα δηλώσει την αξιακή και ιδεολογική ταυτότητα του ΠΑΣΟΚ στο χώρο του Ευρωπαϊκού Σοσιαλισμού. Θα οργανώσει το ΠΑΣΟΚ ως σύγχρονο δημοκρατικό, συλλογικό κόμμα, με καθαρό, λιτό τρόπο, χωρίς κανένα στοιχείο αρχηγισμού, χωρίς κανένα στοιχείο συντεχνιασμού και παλιών μηχανισμών. Θα διατυπώσει την ολοκληρωμένη πρόταση για το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης ως εθνική πρόταση, όχι ως παραταξιακή. Και θα πει καθαρά την απόψή μας για την κυβέρνηση, την κυβερνητική σταθερότητα, δηλαδή την εθνική στρατηγική στην οποία προσχώρησε η ΝΔ, χωρίς να κομίζει τίποτε από το Ζάππειο Ι, το Ζάππειο ΙΙ, το Ζάππειο ΙΙΙ και τα λεγόμενα  ισοδύναμα μέτρα. Στην οποία προσχώρησε η ΔΗΜΑΡ, χωρίς να κομίζει τίποτε στρατηγικά, άλλο οι επιμέρους προτάσεις για διευθετήσεις, βελτιώσεις και χειρισμούς, στη στρατηγική σύλληψη.
Και βεβαίως το μεγάλο ερώτημα είναι: Αφού έτσι πρέπει να πορευτούμε και αφού το ΠΑΣΟΚ κατέβηκε με τη χώρα λόγω κρίσης και η μόνη του ελπίδα είναι να ανέβει μαζί με τη χώρα, επειδή θα ανέβει η χώρα, το μεγάλο ερώτημα είναι «σε ποιόν εμπιστεύεσαι τη διαχείριση αυτής της στρατηγικής»; Σε κάποιον άλλον, για να πετύχει και να πιστωθεί ή για να αποτύχει και να σε χρεώσει;
Άρα, πρέπει να έχεις εσύ την ευθύνη του κεντρικού σχεδιασμού και της πολιτικής διασφάλισης αυτής της πορείας. Αυτό δεν αφορά τη συμμετοχή προσώπων, το σχηματισμό ή τον ανασχηματισμό κυβερνήσεων. Αυτό αφορά τη μοίρα της χώρας. Και στη μοίρα της χώρας που είναι και η μοίρα της παράταξης κεντρικό σημείο είναι τα ζητήματα του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής συνοχής. Αλλά δεν μπορούμε να τα δούμε ως ζητήματα προνοιακά, ως ζητήματα συγκυριακά και αποσπασματικά, χωρίς μία κεντρική θεώρηση.
Η κεντρική θεώρηση είναι ότι τώρα πια πρέπει να μιλάμε για ένα κοινωνικό κράτος το οποίο είναι το ίδιο αναπτυξιακό. Δηλαδή για ένα κοινωνικό κράτος που παράγει απασχόληση, κοιτάσματα απασχόλησης, όχι μόνο στις υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας  αλλά και σε παράπλευρες υπηρεσίες, όπως είναι για παράδειγμα, ο τουρισμός, όπου πρέπει να αναπτύξει τεράστιες δραστηριότητες, ή η βιομηχανία φαρμάκων, ή άλλες καινοτόμες αντιλήψεις και δραστηριότητες, όπως η βιομηχανία τροφίμων, γιατί ο αγροτοδιατροφικός τομέας συνάπτεται απολύτως με τα ζητήματα υγείας.
Άρα, χρειάζεσαι μία αναπτυξιακή διάσταση στην κοινωνική σου πολιτική που προσφέρει κοιτάσματα απασχόλησης και αυτοχρηματοδοτεί το κοινωνικό κράτος, όχι μόνο μέσα από τις εισφορές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Όχι μέσα από τη συμμετοχή των πολιτών στο κόστος, η οποία γίνεται δυσβάστακτη και άδικη, αλλά μέσα από την ίδια την εσωτερική αντίληψη επιχειρηματικότητας που πρέπει να έχει και το κοινωνικό κράτος υπέρ των  πολιτών, υπέρ της κοινωνικής συνοχής και υπέρ των πιο αδύναμων.
Γιατί διαφορετικά, στην πραγματικότητα, έχεις ένα δημόσιο ασφαλιστικό τομέα που χρηματοδοτεί επί δεκαετίες έναν γιγαντιαίο ιδιωτικό τομέα Υγείας, έχεις αθεράπευτες αντιφάσεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού στο εσωτερικό ενός συστήματος που φαντάζει δημόσιο, χρηματοδοτεί το ιδιωτικό και αδικεί αυτόν που έχει ανάγκη.
Και τώρα που οι πολίτες λόγω κρίσης, ξαναψάχνουν τα νοσοκομεία του ΕΣΥ, τώρα που η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας μέσω του ΕΟΠΥΥ είναι το πρώτο πρόβλημα  για κάθε οικογένεια, τώρα που ο άνεργος καταλαβαίνει τι σημαίνει να τους προσφέρεις πλήρη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ανεξαρτήτως  χρόνου ανεργίας και προηγούμενου χρόνου απασχόλησης, τώρα μπορούμε να μιλήσουμε με πιο σοβαρούς όρους και μεταξύ μας και με τον κόσμο για το μέλλον του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα.
Και να δούμε τη σχέση του συνταξιοδοτικού μας συστήματος με τον κλάδο υγείας, να δούμε  ποιες παροχές είναι στην πραγματικότητα ασφαλιστικές και ποιες παροχές είναι προνοιακές και βαραίνουν τον κρατικό προϋπολογισμό. Να τα βάλουμε όλα αυτά σε απόλυτη τάξη, με απόλυτη ειλικρίνεια και να πούμε στον κόσμο ότι εμείς, ως ΠΑΣΟΚ, έχουμε ηθική και πολιτική υποχρέωση αλλά και δυνατότητα να διαμορφώσουμε την κοινωνική πολιτική και της σημερινής κυβέρνησης. Γιατί δεν υπάρχει άλλη λύση και για τη σημερινή κυβέρνηση από το να ακολουθήσει αυτή την αντίληψη για το κοινωνικό κράτος, για την προνοιακή πολιτική, για τη συνταξιοδοτική πολιτική και για την  πολιτική υγείας.
Αλλά, δεν μπορούμε να έχουμε ταμπού, όπως δεν μπορούμε να έχουμε και τοτέμ, αφού χρησιμοποιούμε όρους της ιστορίας της ψυχιατρικής. Λοιπόν, ούτε τοτέμ, ούτε ταμπού. Ένα είναι το ταμπού: το δημόσιο συμφέρον, η κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη. Άρα, πρέπει να αναδιοργανώσουμε και να αναζωογονήσουμε το ΕΣΥ, δηλαδή πρωτίστως τη νοσοκομειακή περίθαλψη, τη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια,  με έναν τρόπο που είναι αντιληπτός διεθνώς -δεν θα ανακαλύψουμε ούτε την πυρίτιδα, ούτε την Αμερική, όπως την ανακαλύπτουν προσφάτως ορισμένοι δίνοντας εξετάσεις αμερικανοφιλίας.
Θα πούμε πράγματα τα οποία είναι πολύ απλά και πολύ συγκεκριμένα και προσφέρουν υπηρεσίες χωρίς σπατάλη και εκλογικεύουν πλήρως το σύστημα από κάθε άποψη, μέσα από μία νέα νοσοκομειολογική αντίληψη και από μία νέα χωροταξία υγείας, πείθοντας τους πολίτες,  τις τοπικές κοινωνίες, ότι αυτό τους προσφέρει ποιότητα. Γιατί φυσικά όταν υπάρχει ένα πρόβλημα υγείας καταλήγουν όλοι, λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα, στα μεγάλα κέντρα υπηρεσιών υγείας , στα μεγάλα νοσηλευτικά και ακαδημαϊκά κέντρα που υπάρχουν σε 5-6 πόλεις στην Ελλάδα. Και βεβαίως πρέπει να τους πούμε την αλήθεια για τα προβλήματα του ΕΟΠΥΥ, γενετικά και διαρθρωτικά,  λειτουργικά και χρηματοοικονομικά και να δώσουμε λύσεις. Να δώσουμε λύσεις για ένα σύστημα το οποίο πρέπει να προσφέρει ανθρωπιά και υπηρεσίες υγείας, αξιοπρέπεια και υπηρεσίες υγείας. Γιατί αυτά τα δύο πηγαίνουν μαζί.
Έτσι θα λύσουμε και τα οικονομικά προβλήματα. Και τα οφειλόμενα σε φαρμακοποιούς και γιατρούς και το πρόβλημα των συμβάσεων και του ιατρικού «πληθωρισμού». Και στην πραγματικότητα θα αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα η μεγάλη μάζα, ο μεγάλος αριθμός των Ελλήνων επιστημόνων υγείας να είναι εκτός και ΕΣΥ και ΕΟΠΥΥ. Έτσι θα αντιμετωπίσουμε όλο το παράλογο κόστος που υπάρχει, στο φάρμακο, στις προμήθειες αλλά και τις αντιφάσεις στην κοστολόγηση των υπηρεσιών υγείας, πάλι ανάμεσα στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.
Γιατί το κράτος ως χρήστης υπηρεσιών και πληρωτής των υπηρεσιών δεν λειτουργεί ούτε καν με τα αντανακλαστικά του ιδιωτικού ασφαλιστικού τομέα στο  χώρο της  υγείας. Δεν διαπραγματεύεται, ούτε καν με τους όρους των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών.
Άρα, ξεκινώντας από το κορυφαίο σημείο που είναι το φάρμακο στο οποίο είχαμε μία εκτίναξη της δαπάνης μεταξύ 2004-2009 -μία εντυπωσιακή, φαινομενικά ανεξήγητη εκτίναξη της δαπάνης- το φάρμακο στο οποίο κωδικοποιείται η αδυναμία της Πολιτείας και άρα του πολιτικού συστήματος να δει το θέμα πλήρως και όχι αποσπασματικά κάθε φορά, γιατί μπορεί να δημιουργείται επικοινωνιακά η αντίληψη ότι μειώνουμε τις τιμές και στην πραγματικότητα μπορεί να τις αυξάνουμε ή να εξοντώνουμε την εγχώρια παραγωγική βάση. Είναι ένα παράδειγμα το οποίο είναι κρίσιμο και το οποίο έχει γίνει πια εύκολο.
Και χαίρομαι γιατί στην ημερίδα θα συζητήσετε και για το ΕΣΥ και για τον ΕΟΠΥΥ και για το φάρμακο. Για τρία κρίσιμα, ανοιχτά μέτωπα, στα οποία το ΠΑΣΟΚ και μπορεί και οφείλει να επηρεάσει καθοριστικά την κυβερνητική πολιτική και τις άμεσες κινήσεις που πρέπει να γίνουν.
Φυσικά, το Συνέδριό μας δεν είναι ένα συνέδριο κρατικού management. Δεν είναι ένα συνέδριο το οποίο θα λάβει αποφάσεις διεξοδικά, αναλυτικά, τεχνικά, για το τι πρέπει να γίνει στην υγεία, την πρόνοια, τον ψυχιατρικό τομέα, την αντιμετώπιση των ναρκωτικών, το Βοήθεια στο Σπίτι. Τι πρέπει να γίνει στην κτηνοτροφία, την αλιεία, κ.ο.κ. Είναι το Συνέδριο που θα θέσει το πολιτικό πλαίσιο, τη στρατηγική θεώρηση των πραγμάτων αυτών. Γιατί φυσικά χωρίς να έχουμε μια τέτοια αντίληψη συνολικά για το πού πηγαίνει η Ευρώπη, πού πηγαίνει η Ελλάδα, πού πηγαίνουμε κι εμείς ως Παράταξη που  θέλουμε να καθοδηγήσουμε και να επηρεάσουμε τις εξελίξεις, δεν μπορούμε να διαχειριστούμε κανένα επιμέρους θέμα.
Εδώ λοιπόν, στην αίθουσα αυτή, έχουμε ένα εξαιρετικό παράδειγμα των δυνατοτήτων της Παράταξης.
Έχουμε ανθρώπους καταξιωμένους, αγωνιστές του χώρου, που είναι η ζωντανή του μνήμη και η συνέχεια.
Έχουμε νέους ανθρώπους που είναι στο μέτωπο της λειτουργίας του ΕΣΥ, του ΕΟΠΥΥ.
Έχουμε ανθρώπους με βαθιά τεχνοκρατική γνώση και εμπειρία.
Έχουμε ανθρώπους που έχουν διαχειριστεί κρίσιμες καταστάσεις.
Έχουμε γιατρούς στους οποίους έχει επενδυθεί γνώση, δηλαδή, μια τεράστια κοινωνική περιουσία, ένα κοινωνικό κεφάλαιο, επιστήμονες περιωπής.
Έχουμε νοσηλευτές που αντιλαμβάνονται πόσο κρίσιμο είναι το επίπεδο των νοσηλευτικών υπηρεσιών και η αξιοπρέπεια του νοσηλευτή μαζί με τον γιατρό.
Έχουμε διοικητικά στελέχη που ξέρουν πού πονάει το πράγμα και πού διαφεύγει το δημόσιο συμφέρον μέσα από τα κενά του συστήματος.
Έχουμε λοιπόν την ιστορία της Παράταξης, έχουμε ένα διανοητικό κεφάλαιο και έχουμε και τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί ένα νέο ήθος δημόσιο, κοινωνικό, συνδικαλιστικό, μια νέα αντίληψη για τα πράγματα για να μπορέσουμε να πείσουμε την κοινωνία ότι δεν έχουμε μόνο παρελθόν ένδοξο στα θέματα αυτά, αλλά έχουμε πλήρη συνείδηση των προβλημάτων της καθημερινότητας του πολίτη και τη δυνατότητα να προτείνουμε και να επιβάλουμε λύσεις.
Γι’ αυτό είμαι πάρα πολύ αισιόδοξος για την ημερίδα αυτή και σας εύχομαι καλή επιτυχία››.