"Η Ελλάδα απέναντι στον νεοναζισμό,
στην ρατσιστική κοινωνική και πολιτική βία"
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελος Βενιζέλος, προέβη στην εξής ομιλία:
Κυρίες και κύριοι, αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι, έστω στο τέλος της εκδήλωσης αυτής θα ήθελα να σας ευχαριστήσω θερμά για τη συμμετοχή σας. Θέλω ιδιαίτερα να καλωσορίσω τον αγαπητό φίλο Eskil Pedersen, Γραμματέα της Νεολαίας του Εργατικού Κόμματος της Νορβηγίας, που ήταν ο κεντρικός ομιλητής της εναρκτήριας συνεδρίασης και με τον οποίο είχα τη χαρά να συνομιλήσω το μεσημέρι, να ανταλλάξουμε απόψεις, συγκρίνοντας δύο φαινομενικά ασύμβατα παραδείγματα, το νορβηγικό και το ελληνικό. Του είπα όμως ότι μέσα από την προοπτική αξιοποίησης των υδρογονανθράκων στις ελληνικές θαλάσσιες ζώνες, έχουμε και εμείς την απώτερη ελπίδα να γίνουμε, όχι η Δανία του νότου, αλλά μια δεύτερη Νορβηγία, εν πάση περιπτώσει εδώ στην περιοχή μας.
Θέλω να ευχαριστήσω θερμά και εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ τους ομιλητές για τον κόπο και την τιμή που μας έκαναν. Και να συγχαρώ το ΙΣΤΑΜΕ, τη Νεολαία του ΠΑΣΟΚ και την ομάδα που είχε την ευθύνη για τη διοργάνωση της σημερινής εκδήλωσης.
Η πολιτική μας εκστρατεία κατά της βίας από οπουδήποτε και αν αυτή προέρχεται, κατά της ρατσιστικής, κοινωνικής, πολιτικής βίας, είναι μια επιλογή αξιακή για μας. Δεν είναι μια συγκυριακή πρωτοβουλία η οποία συνδέεται με τις ανάγκες της προσυνεδριακής προετοιμασίας ή με οποιαδήποτε άλλη τρέχουσα κομματική υστεροβουλία. Πρόκειται για μια αντίδραση που, κατά τη γνώμη μας, θα έπρεπε να έχουν όλα τα κόμματα του συνταγματικού τόξου στα οποία απευθυνόμαστε.
Είναι πολύ σημαντικό για μας να συγκροτηθεί η έννοια του συνταγματικού τόξου, η έννοια των κομμάτων που αποδέχονται τον συνταγματικό πολιτισμό, τον κώδικα αξιών μιας δημοκρατικής και δικαιοκρατικής πολιτείας που είναι οργανωμένη με έναν τρόπο ευρύτερα αποδεκτό και προσφέρει το πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού με δημοκρατικά μέσα.
Δυστυχώς, η τρέχουσα μετωπική αντιπαράθεση ανάμεσα στις λεγόμενες «μνημονιακές», όπως έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζονται και «αντιμνημονιακές» δυνάμεις, συγκαλύπτει το γεγονός ότι στο λεγόμενο «αντιπολιτευτικό, αντιμνημονιακό στρατόπεδο» προέχουσα θέση κατέχει μια δύναμη ευθέως αντιδημοκρατική, η Χρυσή Αυγή, μια δύναμη που κινείται έξω από το συνταγματικό πλαίσιο, έξω από το συνταγματικό τόξο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτή η δύναμη που κινείται και πράττει στο όνομα μιας συνωμοσιολογικής, μη ορθολογικής θεώρησης των πραγμάτων.
Άρα, εάν θέταμε κατά σειρά τα θεμελιώδη ερωτήματα για τις πηγές της βίας, το πρώτο ερώτημα από το οποίο κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να ξεκινήσουμε, είναι το εξής: Ο βιασμός του ορθού λόγου προοιωνίζεται στην πολιτική και κοινωνική ζωή και την ιστορία τελικά πράξεις βίας; Διότι η πρωταρχική βία είναι η βία κατά του ορθού λόγου. Αν αποδεχτούμε ότι μπορεί αυτό να είναι φυσιολογικό, εάν αποδεχτούμε το φαινόμενο του μιθριδατισμού που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία εδώ και δεκαετίες, δηλαδή της στάγδην υπονόμευσης των βάσεων της δημοκρατικής και δικαιοκρατικής πολιτείας, τότε πρέπει να είμαστε έτοιμοι να συμβιώσουμε με ακραίες καταστάσεις.
Και μια τέτοια ακραία κατάσταση είναι φυσικά η δημοσκοπικά καταγεγραμμένη ύπαρξη ενός ισχυρού ποσοστού Ελλήνων πολιτών που αποδέχονται την ύπαρξη, τις αξίες, το λόγο, τις πρακτικές και τις πράξεις βίας ενός απροκάλυπτα ναζιστικού κόμματος. Αλλά δυστυχώς το δημοσκοπικό ποσοστό των συμπολιτών μας που αποδέχεται τη σύγκρουση με τον ορθολογισμό, τη συνωμοσιολογία, την μετωπική ρήξη με την κοινή λογική, είναι πολύ μεγαλύτερο.
Θα ανέφερα ως δεύτερο σημείο ότι εξαιρετικά ανησυχητικό είναι το φαινόμενο να αποδεχόμαστε ως φυσιολογική μια δήθεν ιστορική εξίσωση: Πως η ύφεση και η ανεργία οδηγούν στην ανάδειξη του ρατσισμού, της κοινωνικής βίας του αντισιμιτισμού και τώρα στη θέση του αντισιμιτισμού ή οποιουδήποτε άλλου εχθρού, οποιουδήποτε άλλου ξένου, οποιουδήποτε άλλου «απαράδεκτου» για τη συμβίωσή μας εταίρου, τοποθετούμε τον μετανάστη ή οποιονδήποτε άλλον.
Η άποψή μου είναι πως αυτή η εξίσωση δεν είναι μια ιστορική αλλά μια επικίνδυνα ανιστόρητη εξίσωση.
Και το επόμενο βήμα, γιατί όλα αυτά δυστυχώς εξελίσσονται με εντυπωσιακή ταχύτητα και με γεωμετρική πρόοδο, είναι η αντίληψη που λέει με πολύ μεγάλη ευκολία ότι: Η κρίση είναι αυτή η οποία παράγει τέτοια φαινόμενα. Άρα, ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής, της ρατσιστικής και κάθε άλλης βίας, είναι να δώσει κανείς μια ολοκληρωμένη, εφαρμοσμένη, αξιόπιστη απάντηση στο φαινόμενο της κρίσης και μάλιστα στα αίτια της κρίσης, άρα στην πραγματικότητα να διαμορφώσει μια άλλη οικονομική και κοινωνική κατάσταση, η οποία δεν έχει ούτε υφεσιακά χαρακτηριστικά, ούτε ροπή προς την ανεργία, αλλά βασίζεται στους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, στην πλήρη απασχόληση, στην ευημερία, την ευτυχία, σε μια παραδείσια κατάσταση.
Το αμέσως επόμενο βήμα είναι να αποδεχτεί κανείς ότι δεν είναι η κρίση καθεαυτή, αυτή που δικαιολογεί ως μια φυσιολογική απόρροιά της τα φαινόμενα της βίας, ακόμη και του απροκάλυπτου ναζισμού, αλλά είναι η κακή διαχείριση της κρίσης, η οποία προκάλεσε τα φαινόμενα αυτά. Λες και θα μπορούσε να υπάρχει μια άλλη διαχείριση, η οποία να μπορούσε να αποφύγει τα φαινόμενα αυτά, επειδή θα μπορούσε να αποφύγει τα ενδιάμεσα αίτια της ύφεσης, της ανεργίας, της καχεξίας, της αδυναμίας δημιουργίας θέσεων απασχόλησης και τελικά της κρίσης νομιμοποίησης. Γιατί τα πάντα εκδηλώνονται σε ένα πολιτικό επίπεδο ως κρίση του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτικού συστήματος, ως κρίση νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας.
Και όλα αυτά τα λέμε 7–8 μήνες μετά από διπλές εκλογές, με τον ελληνικό λαό να έχει αποφανθεί, αν όχι στις εκλογές του Μαΐου, σίγουρα στις εκλογές του Ιουνίου, πάνω σε πολύ καθαρά, ρητά, απερίφραστα διλήμματα για την πορεία της χώρας, τα οποία του ετέθησαν και επί των οποίων αυτός ψήφισε γνωρίζοντας ότι η λύση την επόμενη ημέρα θα είναι λίγο-πολύ όπως αυτή που εξελίσσεται μπροστά μας τους τελευταίους μήνες.
Κατά έναν περίεργο τρόπο, η συλλογική συνείδηση και πολύ περισσότερο ο δημόσιος λόγος στην Ελλάδα έχει εξαφανίσει παντελώς το γεγονός ότι η κρίση νομιμοποίησης –θα το δεχτώ– που είχε προκύψει μετά τις εκλογές του 2009 λόγω της αντίφασης ανάμεσα στην προεκλογική αντίληψη των πραγμάτων και την μετεκλογική πραγματικότητα, σε κάθε περίπτωση έχει αρθεί γιατί έχει τεθεί επί τάπητος με καθαρό τρόπο στη διπλή εκλογική αναμέτρηση του Μαΐου και του Ιουνίου. Και αντιμετωπίζω τις εκλογές αυτές ως δίδυμο φαινόμενο, γιατί και η καταγραφή του συσχετισμού των δυνάμεων πρέπει να ερμηνεύεται μέσα από αυτή τη μετάβαση από τις πρώτες στις δεύτερες εκλογές, γιατί υπάρχει και το στοιχείο της συμπίεσης των εκλογικών συμπεριφορών, του εκβιασμού των εκλογικών συμπεριφορών για να διαμορφωθούν καθαρά μέτωπα. Αυτά τα καθαρά μέτωπα πρέπει να τα έχουμε νομίζω με πολύ μεγάλη καθαρότητα στο μπροστινό μέρος του μυαλού μας.
Έχει, λοιπόν, για μας πολύ μεγάλη σημασία να προβάλλουμε την ανάγκη συγκρότησης του συνταγματικού τόξου. Κι εδώ πρέπει να απαντήσουμε πράγματι στην ερώτηση: Είμαστε έτοιμοι για «εκπτώσεις» λόγω συγκυρίας; Αν δηλαδή η καταδίκη του ακροδεξιού, αυταρχικού φαινομένου που τελικά κορυφώνεται ως ναζιστικό ή ως φασιστικό με τη Χρυσή Αυγή, συνεπάγεται μια κάμψη των αντανακλαστικών μας σε σχέση με άλλες μορφές βίας ή άλλες μορφές πολιτικών αναλύσεων ή πολιτικών ιδεών, που τελικά μπορεί να αποδέχονται τη βία ή να αποδέχονται την αμφισημία του πολιτικού λόγου σε σχέση με τη βία ή ένα περίεργο φλερτ με φαινόμενα βίας.
Έχουμε πει πάρα πολλές φορές ότι η καταδίκη της βίας είναι απόλυτη, πως δεν αποδεχόμαστε καμία αμφισημία και κανένα φλερτ, καμία «φιλανδοποίηση» των αντιδράσεών μας.
Έχουμε όμως -και νομίζω ότι αυτό δικαιούμαστε να το κάνουμε- την υποχρέωση, όχι απλώς το δικαίωμα να θυμηθούμε πως το αντιναζιστικό μέτωπο που συγκροτήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’40, δηλαδή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε ένα εντυπωσιακό εύρος που επιτεύχθηκε επειδή ο στόχος ήταν πάρα πολύ καθαρός, εξαιρετικά καλά εστιασμένος και αυτό οδήγησε στη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Έχω την εντύπωση πως δικαιούμαστε να συγκροτούμε μέτωπα τα οποία έχουν καθαρή αιχμή, κατά περίπτωση και κατά στιγμή, χωρίς ποτέ να ακυρώνουμε τη γενική καταδίκη της βίας από οπουδήποτε και αν προέρχεται και όποιον ιδεολογικό μανδύα και να έχει.
Τα κόμματα, όμως, τα οποία ιστορικά έχουν κατακτήσει, όχι εύκολα και όχι χωρίς ενστάσεις, αλλά έχουν κατακτήσει ιστορικά τη συμμετοχή τους στο συνταγματικό τόξο, πρέπει να συστρατευθούν χωρίς καμία αμφιβολία και χωρίς καμία επιφύλαξη στη μάχη κατά της Χρυσής Αυγής.
Είχα την ευκαιρία προχτές να μιλήσω διά μακρόν με τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Ολάντ για το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής. Είχα την ίδια ευκαιρία πριν λίγες μέρες με τον υποψήφιο Καγκελάριο του SPD τον Πέερ Στάινμπρουκ. Γιατί όλοι οι ξένοι συνομιλητές μας θέτουν το ζήτημα της Χρυσής Αυγής; Γιατί η Χρυσή Αυγή είναι ένα πραγματικά πανευρωπαϊκό πρόβλημα; Ποια είναι η ιδιομορφία του φαινομένου αυτού σε σχέση με τα πάμπολλα κόμματα που υπάρχουν στα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα που τοποθετούνται με βάση την τυπολογία των πολιτικών κομμάτων στο χώρο της ακραίας ή της πέραν δεξιάς, της “far right”.
Έχουμε ένα κόμμα το οποίο δηλώνει πως είναι ναζιστικό, υιοθετεί τις πρακτικές και την αισθητική του ναζισμού και δια του λόγου του παραβιάζει το Διεθνές Ποινικό Δίκαιο πριν αξιολογήσουμε τις πράξεις του. Εδώ η αμφισβήτηση του ολοκαυτώματος, ο εγκωμιασμός της βίας, ο εγκωμιασμός του ναζιστικού προτύπου συνιστά από μόνος του μια ακραία μορφή βίας δια του λόγου, που είναι καταδικαστέα και η οποία τελικώς έρχεται να διαμορφώσει το ευεπίφορο περιβάλλον για κάθε μορφή βίας απέναντι σε επιλεγμένους στόχους, στο όνομα ενός δήθεν πατριωτισμού, που δεν είναι ούτε καν ένας εθνικισμός νέου τύπου, είναι ένα άλλοθι.
Αυτό είναι και το θέμα μας στην πραγματικότητα. Το θέμα είναι η οικονομική κρίση, που τελικά εκδηλώνεται ως κρίση πολιτικής νομιμοποίησης και κοινωνικής συνοχής, να μην είναι η αιτία της βίας αλλά να είναι το τρέχον και εύκολο πρόσχημα για να εκλυθούν ανεξέλεγκτες ποσότητες βίας, οι οποίες κυοφορούνται στο εσωτερικό μιας κοινωνίας. Αφ’ ης στιγμής μια κοινωνία αναζητά προσχήματα και αφορμές, το πρόβλημα είναι πάρα πολύ μεγάλο. Γι΄ αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία να εντοπίσουμε τους άπειρους, δυστυχώς, πόρους του κοινωνικού σώματος, από τους οποίους εκλύονται μικροποσότητες ή μεσαίες ποσότητες ή μεγάλες ποσότητες βίας ή ανοχής στο φαινόμενο της βίας.
Γιατί η ανοχή στο φαινόμενο της βίας ξεκινάει από το φαινόμενο της επιπόλαιης ανυπακοής, μεταβαίνει στο φαινόμενο της γενικευμένης ανομίας και τελικά οδηγείται στο φαινόμενο της αμφισβήτησης της εθνικής και πολιτειακής συνοχής, η οποία είναι πολύ πιο κρίσιμο φαινόμενο από τον κίνδυνο που διατρέχει η κοινωνική συνοχή λόγω καταστάσεων απόλυτης ανεργίας, απόλυτης φτώχειας, απόγνωσης.
Εάν δεχτεί κανείς ότι κάθε άνεργος, κάθε μικρομεσαίος επιχειρηματίας, ο οποίος βιώνει ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα, καθένας που βλέπει το status της ζωής του να αμφισβητείται ή να αλλάζει, είναι δυνάμει ένας συμμέτοχος των ακροδεξιών και φιλοναζιστικών συμπεριφορών, τότε έχουμε χάσει προ πολλού, δηλαδή στην αφετηρία, το παιχνίδι της Δημοκρατίας. Και θέλω να ελπίζω ότι στη χώρα μας δεν έχει χαθεί το παιχνίδι αυτό.
Μπορείς να αμφισβητήσεις τα πολιτικά κόμματα, μπορείς να αμφισβητήσεις τα πολιτικά πρόσωπα, μπορεί η κριτική σου να είναι έντονη, μπορεί να είναι αισθητικά ακραία, αλλά είναι νομίζω αυτό τελείως διαφορετικό από την αποδοχή του γελοίου ως φυσιολογικού.
Γιατί τελικά όλα αυτά τα θέματα που έχουν σχέση με τη βία κρίνονται στο επίπεδο της δημοκρατικής αισθητικής ή της αισθητικής της βίας. Αφ’ ης στιγμής αποδεχτείς ότι το πριν από λίγο γραφικό, το πριν από λίγο απολύτως απαράδεκτο για το φυσιολογικό δημοκρατικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, μπορεί να εγκατασταθεί στο επίκεντρο του δημοσίου βίου και να επιβάλλει την αισθητική του και το φετιχισμό του, που δεν είναι ο φετιχισμός του δερμάτινου και της σιδερογροθιάς, αλλά είναι ο φετιχισμός της απροκάλυπτης και μετωπικής βίας, τότε έχεις χάσει το παιχνίδι.
Γιατί το ακραίο όριο της απόρριψης των συμπεριφορών είναι τελικά αισθητικό. Και όμως τώρα κινδυνεύουμε να υποταχθούμε στη γοητεία της βίας, να υποταχθούμε στη γοητεία της υποταγής, δηλαδή μιας κοινωνικά και πολιτικά σαδομαζοχιστικής σχέσης, να υποταχθούμε στη γοητεία του führerprinzip, στη θαλπωρή μιας συλλογικής βίας κι ενός αυταρχικού κοινοτισμού, που στην πραγματικότητα δικαιολογεί πολιτικές σέκτες. Αλλά οι πολιτικές σέκτες είναι ένα βήμα πριν από μορφές απονενοημένης συλλογικής συμπεριφοράς, όπως συνήθως είναι οι συλλογικές αυτοκτονίες στις ακραίες σέκτες. Αυτό είναι το πρόβλημα και από αυτό πρέπει να προφυλαχθούμε.
Η αποδοχή λοιπόν του γραφικού και η κατίσχυση του γελοίου είναι η κορύφωση της δημοκρατικής κρίσης, γιατί τη μετατρέπει σε κρίση πολιτιστική και αισθητική. Αν αποδεχτούμε ότι αυτά είναι θεμιτά και στο εσωτερικό των δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης και στο εσωτερικό νέων δικτύων υποκατάστασης του ρόλου του κράτους στα ζητήματα ασφάλειας, δηλαδή δικτύων προστασίας, υποκατάστασης δηλαδή της κοινωνικής πρόνοιας και υποκατάσταση της αστυνομίας, τότε έχουμε χάσει πλήρως το παιχνίδι. Γιατί έχουμε αποδεχτεί το παρακρατικό και τελικά θα το αποδεχτούμε ως μια παράλληλη νομιμότητα, η οποία εγκαθιδρύεται εκεί που δεν μπορεί να λειτουργήσει ούτε το κράτος δικαίου, με τη μορφή των εγγυήσεων ασφάλειας, ούτε το κοινωνικό κράτος για την αντιμετώπιση της απόλυτης φτώχειας.
Άρα, εδώ είναι το μεγάλο στοίχημα. Το μεγάλο στοίχημα είναι το κράτος. Αυτό το περιβόητο κράτος που στο οποίο όλοι καταλογίζουν τα πάντα και από το οποίο όλοι περιμένουν τα πάντα, το κράτος που πρέπει να μικρύνει επιχειρηματικά αλλά να μεγαλώσει χρηματοοικονομικά μέσω του τραπεζικού συστήματος, το κράτος που ευθύνεται ως μεγάλος δημόσιος τομέας για τη δημοσιονομική κρίση αλλά που πρέπει να καλύψει όλες τις ανάγκες της κοινωνίας στο όνομα της δημοκρατικής πολιτείας. Αυτό το αντιφατικό κράτος που κατά περίπτωση μεγαλώνει και μικραίνει, αυτό το κράτος είναι που θα σώσει τη δημοκρατία.
Γιατί η κοινωνία από μόνη της, η περιβόητη Κοινωνία των Πολιτών από μόνη της, παράγει βία, παράγει ανισότητα, δεν ελέγχεται. Χρειάζεται θεσμικές εγγυήσεις, χρειάζεται πολιτιστικές επεξεργασίες. Και η μεγάλη, ιστορικά μείζvν πολιτιστική επεξεργασία, που ανακόπτει τη φυσική ροπή προς τη βία, την ανισότητα, τη σύγκρουση, την υποταγή, προς τον πόλεμο των πάντων εναντίον πάντων, τον περιβόητο Bellum omnium contra omnes, αυτό που ανακόπτει τον «άνθρωπο-λύκο», για να θυμηθούμε μια άλλη πολύ σημαντική έκφραση, είναι το κράτος που είναι τελικά το μόρφωμα των τελευταίων δυόμισι αιώνων, που είναι μόρφωμα της Βεστφαλίας, του διαφωτισμού, των μεγάλων επαναστάσεων, του συνταγματικού πολιτισμού. Αυτό το κράτος πρέπει να επανέλθει στο προσκήνιο.
Ξαναγυρίζουμε στα βασικά, δηλαδή ξαναγυρίζουμε στην πραγματικότητα, στην αναζήτηση των αξιών του 18ου και του 19ου αιώνα, για να θεμελιώσουμε τις αξίες του 21ου, επειδή το τέλος του 20ού αιώνα μας πήγε πίσω, πίσω από το κεκτημένο του 18ου αιώνα, που είναι το κεκτημένο του δημοκρατικού κράτους δικαίου.
Το ιστορικό παιχνίδι είναι πάρα πολύ μεγάλο. Η συμπύκνωση του ιστορικού χρόνου είναι ιλιγγιώδης, διότι δεν είναι μόνο ότι μέσα σε τρία χρόνια, λόγω κρίσης επαναξιολογούμε και ανασυνθέτουμε τα πάντα -κάτι που είχε γίνει στην Ελλάδα μόνο την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου, μόνο τότε έχουμε μια συγκρίσιμη πύκνωση του ιστορικού χρόνου. Είναι ότι στο επίπεδο των αξιών, της ιδεολογίας, της πρόσληψης των καταστάσεων γίνεται μια αναψηλάφηση που περιλαμβάνει αιώνες ολόκληρους.
Και εμείς είμαστε ως κοινωνία ανεπίγνωστοι, επηρεασμένοι από αυτό το μιθριδατισμό, βαθιά δηλητηριασμένοι και παθητικοί. Έχουμε μια καντιανή αντίληψη για τη διαρκή ειρήνη στην κοινωνία μας, η οποία είναι πια μια πολεμική κοινωνία εσωτερικά και πρέπει να μιλήσουμε με άλλους όρους. Πρέπει δηλαδή η δημοκρατία να γίνει μια αμυνόμενη δημοκρατία, η οποία ξέρει να αυτοπροστατευθεί. Αλλιώς θα φωνάζουμε και εμείς όπως οι Βουρβόνοι: la légalité nous tue (η νομιμότητα μας σκοτώνει).
Νομιμότητα σημαίνει ότι πρέπει να αποδεχτούμε όποιον πήρε έναν αριθμό ψήφων και έβγαλε βουλευτές ή ευρωβουλευτές και έγινε κόμμα κοινοβουλευτικό ή ευρωκοινοβουλευτικό ή κόμμα κατά τον Κανονισμό της Βουλής; Αρκεί αυτό; Αρκεί αυτό για να καμφθούν τα δημοκρατικά αντανακλαστικά και η δημοκρατική πανστρατιά στο όνομα τέτοιων και τόσων αξιών;
Αλλά, φυσικά όταν δεν μπορούμε να οριοθετήσουμε την κριτική, όταν ο πολιτικός λόγος, ο οποίος διατυπώνεται στο εσωτερικό του συνταγματικού τόξου αποκτά δολοφονικά χαρακτηριστικά στο ηθικό επίπεδο, όταν δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε την πολιτική κριτική από την ηθική αμφισβήτηση, το επιχείρημα από τη συκοφαντία, την ορθολογική τεκμηρίωση από τη σκευωρία, όταν όλα μπαίνουν σε ένα μίξερ και γίνονται ένας πολτός, ο οποίος είναι απολύτως ανεξέλεγκτος, βεβαίως τότε έχουμε αποδεχτεί τα πάντα.
Διότι όταν αποδέχεσαι σωρεία συμβολαίων πολιτικής και ηθικής δολοφονίας -και αυτό είναι ένα παιχνίδι που το κοιτάζουν όλοι σχεδόν από την κλειδαρότρυπα αν όχι ευθέως και αυτή η ηδονοβλεπτική αντίδραση της κοινωνίας είναι απολύτως νόμιμη, σχεδόν ενθουσιάζει ένα πολύ μεγάλο μέρος της- τότε φυσικά υπάρχει ένα πρόβλημα συνεννόησης.
Είναι το ίδιο πρόβλημα συνεννόησης που έχουμε με το αίτημα της κοινωνίας για αλήθεια, το οποίο παίρνει τα χαρακτηριστικά μιας κραυγής: «Θέλουμε την αλήθεια»! Και σας πληροφορώ, γιατί το έχω βιώσει, ότι όταν παρουσιάζεις την αλήθεια και αυτή συγκριθεί εκλογικά και πολιτικά με το ψέμα, η μεγάλη πλειοψηφία επιλέγει το ψέμα. Επιλέγει το μη ορθολογικό ψέμα. Αυτή είναι η κατάσταση.
Άρα, έχουμε να αντιπαλέψουμε με πολλαπλές μορφές βίας. Και θα έλεγα ότι οι πρωτοβουλίες μας για τη Χρυσή Αυγή, στις οποίες μας έχει ήδη προ πολλού ξεπεράσει η διεθνής κοινότητα, το Συμβούλιο της Ευρώπης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, διεθνείς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, οι οποίες έρχονται και οργανώνουν στην Ελλάδα πολιτικούς ακτιβισμούς εναντίον της Χρυσής Αυγής, είναι το εύκολο μέρος.
-Ναι, θέλουμε να συστρατευθούν τα κόμματα του συνταγματικού τόξου κατά της Χρυσής Αυγής.
-Ναι, προτείνουμε να αποκλείσουμε πολιτικά τη Χρυσή Αυγή από τη συγκρότηση μετώπων και πλειοψηφιών στη Βουλή.
-Ναι, πρέπει να ψηφίσουμε μια ολοκληρωμένη αντιρατσιστική νομοθεσία, μια ολοκληρωμένη νομοθεσία κατά της βίας, που επαπειλεί και απαγγέλει ποινές, κύριες και παρεπόμενες, σε σχέση με τα πολιτικά δικαιώματα και θεωρεί ότι είναι αυξημένη η ποινική ευθύνη βουλευτών, ευρωβουλευτών και στελεχών ενός κόμματος που υποδύεται ότι λειτουργεί μέσα στο Κοινοβούλιο, ενώ στην πραγματικότητα τροφοδοτεί το φαινόμενο του «αντικοινοβουλευτικού Κοινοβουλίου» που ήταν το φαινόμενο που τελικά έριξε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το αντικοινοβουλευτικό Κοινοβούλιο του ’33 έριξε τελικά τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Γιατί όλα έγιναν «φυσιολογικά».
Αυτές όμως οι πρωτοβουλίες είναι εύκολες γιατί είναι πρωτοβουλίες πολιτικές, θεσμικές, νομοθετικές. Χρειάζονται και άλλα πράγματα που είναι δύσκολα:
-Χρειάζεται εσωτερική παρακολούθηση και κάθαρση της Αστυνομίας από την επιρροή της Χρυσής Αυγής.
-Χρειάζεται κινητοποίηση της Δικαιοσύνης σε σχέση με τη Χρυσή Αυγή. Υπάρχει δικαστικός και εισαγγελικός ακτιβισμός για ένα σωρό πράγματα. Δεν εμφανίζεται ο ίδιος βαθμός ευαισθησίας και δραστηριοποίησης ή και υπερδραστηριοποίησης σε σχέση με τη Χρυσή Αυγή.
-Χρειάζεται καθαρή θέση από μέρους της Εκκλησίας -και άλλων ανάλογων οντοτήτων- η οποία φαίνεται να διχάστηκε και αυτό είναι πολύ ευχάριστο και παρήγορο σε σχέση με τη Χρυσή Αυγή.
-Χρειάζεται πιο ενεργός και πιο ορατή κινητοποίηση της Κοινωνίας των Πολιτών.
-Και βεβαίως το κράτος πρέπει να αξιοποιήσει τις δυνατότητές του. Δυνατότητά του σημαίνει ότι το αγαθό της ασφάλειας το προστατεύει το κράτος με την αστυνομία και τη δικαιοσύνη και το αγαθό της κοινωνικής συνοχής το προστατεύει το κράτος έστω υπό συνθήκες οξείας δημοσιονομικής κρίσης. Γιατί δεν είναι τόσα τα κεφάλαια που απαιτούνται. Υπάρχει δυνατότητα για όλα τα δίκτυα αλληλεγγύης που διασφαλίζουν αξιοπρεπή διαβίωση και βγάζουν κάποιον από την παιδική φτώχεια ή γενικότερα από την απόλυτη φτώχεια και υπάρχει δυνατότητα να χρηματοδοτήσουμε τα μεγάλα προγράμματα για την απόλυτη ανεργία.
Αυτά είπαμε προχτές στους κοινωνικούς εταίρους παρουσιάζοντας το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης και αυτά είπαμε με τους αρχηγούς των δύο άλλων κομμάτων της κυβερνητικής συνεργασίας την ίδια μέρα, τη Δευτέρα.
-Είπαμε δηλαδή ότι έχουμε μεγάλη υποχρέωση, κατεπείγουσα υποχρέωση, να ζητήσουμε τη μεταφορά σημαντικών πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο για να χρηματοδοτήσουμε ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα, φιλόδοξο, μεγάλο, επιθετικό κατά της απόλυτης ανεργίας.
-Να διαφυλάξουμε, όχι 150.000 θέσεις που αυτή τη στιγμή διαφυλάττουν τα υπάρχοντα εν εξελίξει προγράμματα, αλλά τουλάχιστον 700.000 θέσεις εργασίας δημιουργώντας παράλληλα περίπου 200.000, προσωρινές έστω, θέσεις απασχόλησης μέσω της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, μέσα δηλαδή από την αυτεπιστασία και την κοινωφελή εργασία, μέσα από τους φορείς της κοινωνικής οικονομίας και μέσα από τις επιχειρήσεις, οι οποίες πρέπει να γίνουν αποδέκτες των προγραμμάτων αυτών.
-Έτσι αποκτά νόημα η απόφασή μας να μην αφήσουμε άνεργο χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ανεξαρτήτως ενσήμων και προϋποθέσεων.
-Γι’ αυτό πρέπει να ψηφιστούν οι προτάσεις νόμων του ΠΑΣΟΚ για τις ευπαθείς ομάδες, τους ανάπηρους και άλλους.
-Γι’ αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να ψηφιστεί απ’ όλα τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου στη Βουλή η πρόταση νόμου του ΠΑΣΟΚ για την αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας σε περιπτώσεις ρατσιστικής και ξενοφοβικής βίας.
-Γι’ αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να καταλάβουμε ότι αφ΄ ης στιγμής αποδέχεσαι πως θα αναβιώσει στη χώρα η φιλανθρωπία, στην πραγματικότητα έχεις αποδεχτεί την καταρράκωση του κοινωνικού κράτους ως βασική συνιστώσα, όχι της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά της Ευρώπης, η οποία οικοδομείται ιστορικά στην έννοια του κοινωνικού κράτους.
Γιατί η Ευρώπη ως ήπειρος είναι σοσιαλδημοκρατική. Η Ευρώπη ως ήπειρος συνολικά αποδέχεται ως πανευρωπαϊκές αξίες, αξίες οι οποίες αρχικά ήταν σοσιαλιστικής δημοκρατικής προέλευσης αλλά έγιναν αξίες κοινής λήψης. Αυτό όμως από το ’90 και μετά, δηλαδή σχηματικά από τότε που πήγαμε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, έχει αμφισβητηθεί μαζί με τις κεϋνσιανές πολιτικές. Αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Αυτά πρέπει να ξαναβάλει στο τραπέζι.
Έλεγα και στον φίλο μας από τη Νορβηγία το πρωί, ότι δεν αρκεί να μιλάς για μια growth-friendly fiscal stability, για μια φιλική προς την ανάπτυξη δημοσιονομική σταθερότητα, γιατί όλοι μιλούν. Δεξιοί, οικολόγοι, κεντρώοι, αριστεροί, οι πάντες μιλούν στην Ευρώπη για την ανάγκη η δημοσιονομική σταθερότητα να συνδυαστεί με πολιτικές ανάπτυξης.
Χρειάζεται κάτι άλλο και αυτό το άλλο φυσικά μπορεί το τραυματισμένο ΠΑΣΟΚ να το θέσει και στον πανευρωπαϊκό διάλογο. Είναι κάτι που το είπα και στον Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ και στον Πέερ Στάινμπρουκ και το λέω σε όλους τους Ευρωπαίους συνομιλητές μας. Ελπίζω αύριο να έχουμε έναν Ιταλό συνομιλητή στην κυβέρνηση που να παίζει σημαντικό ρόλο, όπως έχουμε ένα ισχυροποιημένο κόμμα στην Ολλανδία που θα μπορούσε να παίξει πολύ σημαντικό ρόλο τώρα και αλλού. Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να αναληφθούν πρωτοβουλίες πανευρωπαϊκού επιπέδου από κόμματα και από χώρες οι οποίες μπορούν να μιλήσουν και στο όνομα της δημοσιονομικής τους επάρκειας, γιατί δεν είναι «άσωτες», αλλά είναι «ενάρετες» δημοσιονομικά.
Αλλά αυτά όλα είναι πάρα πολύ δύσκολα. Είναι πάρα πολύ δύσκολα γιατί η Ευρώπη κυριαρχείται από οικονομικούς εθνικισμούς. Γιατί οι συσχετισμοί δεν είναι ιδεολογικοί και αξιακοί αλλά είναι κρατικοί. Είναι συσχετισμοί ωμών συμφερόντων σε πάρα πολλά θέματα.
Όμως, σε αυτό το γήπεδο το ευρωπαϊκό, με όλα τα κακά του, σε αυτή τη συγκυρία που ζούμε, που είναι μια μακρά συγκυρία, είναι ένα μεγάλο momentum, αλλά momentum μέσα στην μεγάλη ιστορία, στον μακρύ ιστορικό χρόνο, αυτή η Ευρώπη είναι το καλύτερο γήπεδο που μπορούμε να βρούμε. Γι’ αυτό δεν υπήρξε ποτέ άλλη πρόταση. Δεν υπήρξε ποτέ εναλλακτική πρόταση.
Και γι’ αυτό χαιρόμαστε που στην ουσία όλοι οι άλλοι προσχώρησαν σε μια δική μας αντίληψη. Με λάθη, με ανακολουθίες, με ανεπάρκειες, επίγνωση της οποίας αποκτήσαμε σταδιακά; Ναι, είμαι έτοιμος να τα δεχτώ όλα αυτά και να τα συζητήσω. Αλλά η γενική παραδοχή και η γενική κατεύθυνση είναι αυτή.
Και αυτή ψήφισε ενσυνειδήτως ο ελληνικός λαός και αυτή έχουμε την υποχρέωση να εφαρμόσουμε, γιατί όπως κατεβήκαμε μαζί με τη χώρα, θα ανέβουμε μαζί με τη χώρα, αρκεί η χώρα να ανέβει. Γιατί αν η χώρα χάσει τον έλεγχο, χάσει τη γωνία στήριξης, η καταστροφή θα είναι καταστροφή ιστορικών διαστάσεων και πανευρωπαϊκών επιπτώσεων.
Γι’ αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία να συσπειρωθεί το συνταγματικό τόξο κατά κάθε φαινομένου βίας και κυρίως κατά της ναζιστικής ξενοφοβικής και ρατσιστικής βίας.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Η ομιλία του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελου Βενιζέλου, εκφωνήθηκε στην πρόσφατη Ημερίδα του ΙΣΤΑΜΕ, με θέμα "Η Ελλάδα απέναντι στον νεοναζισμό, στην ρατσιστική κοινωνική και πολιτική βία"
Κυρίες και κύριοι, αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι, έστω στο τέλος της εκδήλωσης αυτής θα ήθελα να σας ευχαριστήσω θερμά για τη συμμετοχή σας. Θέλω ιδιαίτερα να καλωσορίσω τον αγαπητό φίλο Eskil Pedersen, Γραμματέα της Νεολαίας του Εργατικού Κόμματος της Νορβηγίας, που ήταν ο κεντρικός ομιλητής της εναρκτήριας συνεδρίασης και με τον οποίο είχα τη χαρά να συνομιλήσω το μεσημέρι, να ανταλλάξουμε απόψεις, συγκρίνοντας δύο φαινομενικά ασύμβατα παραδείγματα, το νορβηγικό και το ελληνικό. Του είπα όμως ότι μέσα από την προοπτική αξιοποίησης των υδρογονανθράκων στις ελληνικές θαλάσσιες ζώνες, έχουμε και εμείς την απώτερη ελπίδα να γίνουμε, όχι η Δανία του νότου, αλλά μια δεύτερη Νορβηγία, εν πάση περιπτώσει εδώ στην περιοχή μας.
Θέλω να ευχαριστήσω θερμά και εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ τους ομιλητές για τον κόπο και την τιμή που μας έκαναν. Και να συγχαρώ το ΙΣΤΑΜΕ, τη Νεολαία του ΠΑΣΟΚ και την ομάδα που είχε την ευθύνη για τη διοργάνωση της σημερινής εκδήλωσης.
Η πολιτική μας εκστρατεία κατά της βίας από οπουδήποτε και αν αυτή προέρχεται, κατά της ρατσιστικής, κοινωνικής, πολιτικής βίας, είναι μια επιλογή αξιακή για μας. Δεν είναι μια συγκυριακή πρωτοβουλία η οποία συνδέεται με τις ανάγκες της προσυνεδριακής προετοιμασίας ή με οποιαδήποτε άλλη τρέχουσα κομματική υστεροβουλία. Πρόκειται για μια αντίδραση που, κατά τη γνώμη μας, θα έπρεπε να έχουν όλα τα κόμματα του συνταγματικού τόξου στα οποία απευθυνόμαστε.
Είναι πολύ σημαντικό για μας να συγκροτηθεί η έννοια του συνταγματικού τόξου, η έννοια των κομμάτων που αποδέχονται τον συνταγματικό πολιτισμό, τον κώδικα αξιών μιας δημοκρατικής και δικαιοκρατικής πολιτείας που είναι οργανωμένη με έναν τρόπο ευρύτερα αποδεκτό και προσφέρει το πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού με δημοκρατικά μέσα.
Δυστυχώς, η τρέχουσα μετωπική αντιπαράθεση ανάμεσα στις λεγόμενες «μνημονιακές», όπως έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζονται και «αντιμνημονιακές» δυνάμεις, συγκαλύπτει το γεγονός ότι στο λεγόμενο «αντιπολιτευτικό, αντιμνημονιακό στρατόπεδο» προέχουσα θέση κατέχει μια δύναμη ευθέως αντιδημοκρατική, η Χρυσή Αυγή, μια δύναμη που κινείται έξω από το συνταγματικό πλαίσιο, έξω από το συνταγματικό τόξο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτή η δύναμη που κινείται και πράττει στο όνομα μιας συνωμοσιολογικής, μη ορθολογικής θεώρησης των πραγμάτων.
Άρα, εάν θέταμε κατά σειρά τα θεμελιώδη ερωτήματα για τις πηγές της βίας, το πρώτο ερώτημα από το οποίο κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να ξεκινήσουμε, είναι το εξής: Ο βιασμός του ορθού λόγου προοιωνίζεται στην πολιτική και κοινωνική ζωή και την ιστορία τελικά πράξεις βίας; Διότι η πρωταρχική βία είναι η βία κατά του ορθού λόγου. Αν αποδεχτούμε ότι μπορεί αυτό να είναι φυσιολογικό, εάν αποδεχτούμε το φαινόμενο του μιθριδατισμού που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία εδώ και δεκαετίες, δηλαδή της στάγδην υπονόμευσης των βάσεων της δημοκρατικής και δικαιοκρατικής πολιτείας, τότε πρέπει να είμαστε έτοιμοι να συμβιώσουμε με ακραίες καταστάσεις.
Και μια τέτοια ακραία κατάσταση είναι φυσικά η δημοσκοπικά καταγεγραμμένη ύπαρξη ενός ισχυρού ποσοστού Ελλήνων πολιτών που αποδέχονται την ύπαρξη, τις αξίες, το λόγο, τις πρακτικές και τις πράξεις βίας ενός απροκάλυπτα ναζιστικού κόμματος. Αλλά δυστυχώς το δημοσκοπικό ποσοστό των συμπολιτών μας που αποδέχεται τη σύγκρουση με τον ορθολογισμό, τη συνωμοσιολογία, την μετωπική ρήξη με την κοινή λογική, είναι πολύ μεγαλύτερο.
Θα ανέφερα ως δεύτερο σημείο ότι εξαιρετικά ανησυχητικό είναι το φαινόμενο να αποδεχόμαστε ως φυσιολογική μια δήθεν ιστορική εξίσωση: Πως η ύφεση και η ανεργία οδηγούν στην ανάδειξη του ρατσισμού, της κοινωνικής βίας του αντισιμιτισμού και τώρα στη θέση του αντισιμιτισμού ή οποιουδήποτε άλλου εχθρού, οποιουδήποτε άλλου ξένου, οποιουδήποτε άλλου «απαράδεκτου» για τη συμβίωσή μας εταίρου, τοποθετούμε τον μετανάστη ή οποιονδήποτε άλλον.
Η άποψή μου είναι πως αυτή η εξίσωση δεν είναι μια ιστορική αλλά μια επικίνδυνα ανιστόρητη εξίσωση.
Και το επόμενο βήμα, γιατί όλα αυτά δυστυχώς εξελίσσονται με εντυπωσιακή ταχύτητα και με γεωμετρική πρόοδο, είναι η αντίληψη που λέει με πολύ μεγάλη ευκολία ότι: Η κρίση είναι αυτή η οποία παράγει τέτοια φαινόμενα. Άρα, ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής, της ρατσιστικής και κάθε άλλης βίας, είναι να δώσει κανείς μια ολοκληρωμένη, εφαρμοσμένη, αξιόπιστη απάντηση στο φαινόμενο της κρίσης και μάλιστα στα αίτια της κρίσης, άρα στην πραγματικότητα να διαμορφώσει μια άλλη οικονομική και κοινωνική κατάσταση, η οποία δεν έχει ούτε υφεσιακά χαρακτηριστικά, ούτε ροπή προς την ανεργία, αλλά βασίζεται στους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, στην πλήρη απασχόληση, στην ευημερία, την ευτυχία, σε μια παραδείσια κατάσταση.
Το αμέσως επόμενο βήμα είναι να αποδεχτεί κανείς ότι δεν είναι η κρίση καθεαυτή, αυτή που δικαιολογεί ως μια φυσιολογική απόρροιά της τα φαινόμενα της βίας, ακόμη και του απροκάλυπτου ναζισμού, αλλά είναι η κακή διαχείριση της κρίσης, η οποία προκάλεσε τα φαινόμενα αυτά. Λες και θα μπορούσε να υπάρχει μια άλλη διαχείριση, η οποία να μπορούσε να αποφύγει τα φαινόμενα αυτά, επειδή θα μπορούσε να αποφύγει τα ενδιάμεσα αίτια της ύφεσης, της ανεργίας, της καχεξίας, της αδυναμίας δημιουργίας θέσεων απασχόλησης και τελικά της κρίσης νομιμοποίησης. Γιατί τα πάντα εκδηλώνονται σε ένα πολιτικό επίπεδο ως κρίση του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτικού συστήματος, ως κρίση νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας.
Και όλα αυτά τα λέμε 7–8 μήνες μετά από διπλές εκλογές, με τον ελληνικό λαό να έχει αποφανθεί, αν όχι στις εκλογές του Μαΐου, σίγουρα στις εκλογές του Ιουνίου, πάνω σε πολύ καθαρά, ρητά, απερίφραστα διλήμματα για την πορεία της χώρας, τα οποία του ετέθησαν και επί των οποίων αυτός ψήφισε γνωρίζοντας ότι η λύση την επόμενη ημέρα θα είναι λίγο-πολύ όπως αυτή που εξελίσσεται μπροστά μας τους τελευταίους μήνες.
Κατά έναν περίεργο τρόπο, η συλλογική συνείδηση και πολύ περισσότερο ο δημόσιος λόγος στην Ελλάδα έχει εξαφανίσει παντελώς το γεγονός ότι η κρίση νομιμοποίησης –θα το δεχτώ– που είχε προκύψει μετά τις εκλογές του 2009 λόγω της αντίφασης ανάμεσα στην προεκλογική αντίληψη των πραγμάτων και την μετεκλογική πραγματικότητα, σε κάθε περίπτωση έχει αρθεί γιατί έχει τεθεί επί τάπητος με καθαρό τρόπο στη διπλή εκλογική αναμέτρηση του Μαΐου και του Ιουνίου. Και αντιμετωπίζω τις εκλογές αυτές ως δίδυμο φαινόμενο, γιατί και η καταγραφή του συσχετισμού των δυνάμεων πρέπει να ερμηνεύεται μέσα από αυτή τη μετάβαση από τις πρώτες στις δεύτερες εκλογές, γιατί υπάρχει και το στοιχείο της συμπίεσης των εκλογικών συμπεριφορών, του εκβιασμού των εκλογικών συμπεριφορών για να διαμορφωθούν καθαρά μέτωπα. Αυτά τα καθαρά μέτωπα πρέπει να τα έχουμε νομίζω με πολύ μεγάλη καθαρότητα στο μπροστινό μέρος του μυαλού μας.
Έχει, λοιπόν, για μας πολύ μεγάλη σημασία να προβάλλουμε την ανάγκη συγκρότησης του συνταγματικού τόξου. Κι εδώ πρέπει να απαντήσουμε πράγματι στην ερώτηση: Είμαστε έτοιμοι για «εκπτώσεις» λόγω συγκυρίας; Αν δηλαδή η καταδίκη του ακροδεξιού, αυταρχικού φαινομένου που τελικά κορυφώνεται ως ναζιστικό ή ως φασιστικό με τη Χρυσή Αυγή, συνεπάγεται μια κάμψη των αντανακλαστικών μας σε σχέση με άλλες μορφές βίας ή άλλες μορφές πολιτικών αναλύσεων ή πολιτικών ιδεών, που τελικά μπορεί να αποδέχονται τη βία ή να αποδέχονται την αμφισημία του πολιτικού λόγου σε σχέση με τη βία ή ένα περίεργο φλερτ με φαινόμενα βίας.
Έχουμε πει πάρα πολλές φορές ότι η καταδίκη της βίας είναι απόλυτη, πως δεν αποδεχόμαστε καμία αμφισημία και κανένα φλερτ, καμία «φιλανδοποίηση» των αντιδράσεών μας.
Έχουμε όμως -και νομίζω ότι αυτό δικαιούμαστε να το κάνουμε- την υποχρέωση, όχι απλώς το δικαίωμα να θυμηθούμε πως το αντιναζιστικό μέτωπο που συγκροτήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’40, δηλαδή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε ένα εντυπωσιακό εύρος που επιτεύχθηκε επειδή ο στόχος ήταν πάρα πολύ καθαρός, εξαιρετικά καλά εστιασμένος και αυτό οδήγησε στη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Έχω την εντύπωση πως δικαιούμαστε να συγκροτούμε μέτωπα τα οποία έχουν καθαρή αιχμή, κατά περίπτωση και κατά στιγμή, χωρίς ποτέ να ακυρώνουμε τη γενική καταδίκη της βίας από οπουδήποτε και αν προέρχεται και όποιον ιδεολογικό μανδύα και να έχει.
Τα κόμματα, όμως, τα οποία ιστορικά έχουν κατακτήσει, όχι εύκολα και όχι χωρίς ενστάσεις, αλλά έχουν κατακτήσει ιστορικά τη συμμετοχή τους στο συνταγματικό τόξο, πρέπει να συστρατευθούν χωρίς καμία αμφιβολία και χωρίς καμία επιφύλαξη στη μάχη κατά της Χρυσής Αυγής.
Είχα την ευκαιρία προχτές να μιλήσω διά μακρόν με τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Ολάντ για το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής. Είχα την ίδια ευκαιρία πριν λίγες μέρες με τον υποψήφιο Καγκελάριο του SPD τον Πέερ Στάινμπρουκ. Γιατί όλοι οι ξένοι συνομιλητές μας θέτουν το ζήτημα της Χρυσής Αυγής; Γιατί η Χρυσή Αυγή είναι ένα πραγματικά πανευρωπαϊκό πρόβλημα; Ποια είναι η ιδιομορφία του φαινομένου αυτού σε σχέση με τα πάμπολλα κόμματα που υπάρχουν στα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα που τοποθετούνται με βάση την τυπολογία των πολιτικών κομμάτων στο χώρο της ακραίας ή της πέραν δεξιάς, της “far right”.
Έχουμε ένα κόμμα το οποίο δηλώνει πως είναι ναζιστικό, υιοθετεί τις πρακτικές και την αισθητική του ναζισμού και δια του λόγου του παραβιάζει το Διεθνές Ποινικό Δίκαιο πριν αξιολογήσουμε τις πράξεις του. Εδώ η αμφισβήτηση του ολοκαυτώματος, ο εγκωμιασμός της βίας, ο εγκωμιασμός του ναζιστικού προτύπου συνιστά από μόνος του μια ακραία μορφή βίας δια του λόγου, που είναι καταδικαστέα και η οποία τελικώς έρχεται να διαμορφώσει το ευεπίφορο περιβάλλον για κάθε μορφή βίας απέναντι σε επιλεγμένους στόχους, στο όνομα ενός δήθεν πατριωτισμού, που δεν είναι ούτε καν ένας εθνικισμός νέου τύπου, είναι ένα άλλοθι.
Αυτό είναι και το θέμα μας στην πραγματικότητα. Το θέμα είναι η οικονομική κρίση, που τελικά εκδηλώνεται ως κρίση πολιτικής νομιμοποίησης και κοινωνικής συνοχής, να μην είναι η αιτία της βίας αλλά να είναι το τρέχον και εύκολο πρόσχημα για να εκλυθούν ανεξέλεγκτες ποσότητες βίας, οι οποίες κυοφορούνται στο εσωτερικό μιας κοινωνίας. Αφ’ ης στιγμής μια κοινωνία αναζητά προσχήματα και αφορμές, το πρόβλημα είναι πάρα πολύ μεγάλο. Γι΄ αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία να εντοπίσουμε τους άπειρους, δυστυχώς, πόρους του κοινωνικού σώματος, από τους οποίους εκλύονται μικροποσότητες ή μεσαίες ποσότητες ή μεγάλες ποσότητες βίας ή ανοχής στο φαινόμενο της βίας.
Γιατί η ανοχή στο φαινόμενο της βίας ξεκινάει από το φαινόμενο της επιπόλαιης ανυπακοής, μεταβαίνει στο φαινόμενο της γενικευμένης ανομίας και τελικά οδηγείται στο φαινόμενο της αμφισβήτησης της εθνικής και πολιτειακής συνοχής, η οποία είναι πολύ πιο κρίσιμο φαινόμενο από τον κίνδυνο που διατρέχει η κοινωνική συνοχή λόγω καταστάσεων απόλυτης ανεργίας, απόλυτης φτώχειας, απόγνωσης.
Εάν δεχτεί κανείς ότι κάθε άνεργος, κάθε μικρομεσαίος επιχειρηματίας, ο οποίος βιώνει ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα, καθένας που βλέπει το status της ζωής του να αμφισβητείται ή να αλλάζει, είναι δυνάμει ένας συμμέτοχος των ακροδεξιών και φιλοναζιστικών συμπεριφορών, τότε έχουμε χάσει προ πολλού, δηλαδή στην αφετηρία, το παιχνίδι της Δημοκρατίας. Και θέλω να ελπίζω ότι στη χώρα μας δεν έχει χαθεί το παιχνίδι αυτό.
Μπορείς να αμφισβητήσεις τα πολιτικά κόμματα, μπορείς να αμφισβητήσεις τα πολιτικά πρόσωπα, μπορεί η κριτική σου να είναι έντονη, μπορεί να είναι αισθητικά ακραία, αλλά είναι νομίζω αυτό τελείως διαφορετικό από την αποδοχή του γελοίου ως φυσιολογικού.
Γιατί τελικά όλα αυτά τα θέματα που έχουν σχέση με τη βία κρίνονται στο επίπεδο της δημοκρατικής αισθητικής ή της αισθητικής της βίας. Αφ’ ης στιγμής αποδεχτείς ότι το πριν από λίγο γραφικό, το πριν από λίγο απολύτως απαράδεκτο για το φυσιολογικό δημοκρατικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, μπορεί να εγκατασταθεί στο επίκεντρο του δημοσίου βίου και να επιβάλλει την αισθητική του και το φετιχισμό του, που δεν είναι ο φετιχισμός του δερμάτινου και της σιδερογροθιάς, αλλά είναι ο φετιχισμός της απροκάλυπτης και μετωπικής βίας, τότε έχεις χάσει το παιχνίδι.
Γιατί το ακραίο όριο της απόρριψης των συμπεριφορών είναι τελικά αισθητικό. Και όμως τώρα κινδυνεύουμε να υποταχθούμε στη γοητεία της βίας, να υποταχθούμε στη γοητεία της υποταγής, δηλαδή μιας κοινωνικά και πολιτικά σαδομαζοχιστικής σχέσης, να υποταχθούμε στη γοητεία του führerprinzip, στη θαλπωρή μιας συλλογικής βίας κι ενός αυταρχικού κοινοτισμού, που στην πραγματικότητα δικαιολογεί πολιτικές σέκτες. Αλλά οι πολιτικές σέκτες είναι ένα βήμα πριν από μορφές απονενοημένης συλλογικής συμπεριφοράς, όπως συνήθως είναι οι συλλογικές αυτοκτονίες στις ακραίες σέκτες. Αυτό είναι το πρόβλημα και από αυτό πρέπει να προφυλαχθούμε.
Η αποδοχή λοιπόν του γραφικού και η κατίσχυση του γελοίου είναι η κορύφωση της δημοκρατικής κρίσης, γιατί τη μετατρέπει σε κρίση πολιτιστική και αισθητική. Αν αποδεχτούμε ότι αυτά είναι θεμιτά και στο εσωτερικό των δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης και στο εσωτερικό νέων δικτύων υποκατάστασης του ρόλου του κράτους στα ζητήματα ασφάλειας, δηλαδή δικτύων προστασίας, υποκατάστασης δηλαδή της κοινωνικής πρόνοιας και υποκατάσταση της αστυνομίας, τότε έχουμε χάσει πλήρως το παιχνίδι. Γιατί έχουμε αποδεχτεί το παρακρατικό και τελικά θα το αποδεχτούμε ως μια παράλληλη νομιμότητα, η οποία εγκαθιδρύεται εκεί που δεν μπορεί να λειτουργήσει ούτε το κράτος δικαίου, με τη μορφή των εγγυήσεων ασφάλειας, ούτε το κοινωνικό κράτος για την αντιμετώπιση της απόλυτης φτώχειας.
Άρα, εδώ είναι το μεγάλο στοίχημα. Το μεγάλο στοίχημα είναι το κράτος. Αυτό το περιβόητο κράτος που στο οποίο όλοι καταλογίζουν τα πάντα και από το οποίο όλοι περιμένουν τα πάντα, το κράτος που πρέπει να μικρύνει επιχειρηματικά αλλά να μεγαλώσει χρηματοοικονομικά μέσω του τραπεζικού συστήματος, το κράτος που ευθύνεται ως μεγάλος δημόσιος τομέας για τη δημοσιονομική κρίση αλλά που πρέπει να καλύψει όλες τις ανάγκες της κοινωνίας στο όνομα της δημοκρατικής πολιτείας. Αυτό το αντιφατικό κράτος που κατά περίπτωση μεγαλώνει και μικραίνει, αυτό το κράτος είναι που θα σώσει τη δημοκρατία.
Γιατί η κοινωνία από μόνη της, η περιβόητη Κοινωνία των Πολιτών από μόνη της, παράγει βία, παράγει ανισότητα, δεν ελέγχεται. Χρειάζεται θεσμικές εγγυήσεις, χρειάζεται πολιτιστικές επεξεργασίες. Και η μεγάλη, ιστορικά μείζvν πολιτιστική επεξεργασία, που ανακόπτει τη φυσική ροπή προς τη βία, την ανισότητα, τη σύγκρουση, την υποταγή, προς τον πόλεμο των πάντων εναντίον πάντων, τον περιβόητο Bellum omnium contra omnes, αυτό που ανακόπτει τον «άνθρωπο-λύκο», για να θυμηθούμε μια άλλη πολύ σημαντική έκφραση, είναι το κράτος που είναι τελικά το μόρφωμα των τελευταίων δυόμισι αιώνων, που είναι μόρφωμα της Βεστφαλίας, του διαφωτισμού, των μεγάλων επαναστάσεων, του συνταγματικού πολιτισμού. Αυτό το κράτος πρέπει να επανέλθει στο προσκήνιο.
Ξαναγυρίζουμε στα βασικά, δηλαδή ξαναγυρίζουμε στην πραγματικότητα, στην αναζήτηση των αξιών του 18ου και του 19ου αιώνα, για να θεμελιώσουμε τις αξίες του 21ου, επειδή το τέλος του 20ού αιώνα μας πήγε πίσω, πίσω από το κεκτημένο του 18ου αιώνα, που είναι το κεκτημένο του δημοκρατικού κράτους δικαίου.
Το ιστορικό παιχνίδι είναι πάρα πολύ μεγάλο. Η συμπύκνωση του ιστορικού χρόνου είναι ιλιγγιώδης, διότι δεν είναι μόνο ότι μέσα σε τρία χρόνια, λόγω κρίσης επαναξιολογούμε και ανασυνθέτουμε τα πάντα -κάτι που είχε γίνει στην Ελλάδα μόνο την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου, μόνο τότε έχουμε μια συγκρίσιμη πύκνωση του ιστορικού χρόνου. Είναι ότι στο επίπεδο των αξιών, της ιδεολογίας, της πρόσληψης των καταστάσεων γίνεται μια αναψηλάφηση που περιλαμβάνει αιώνες ολόκληρους.
Και εμείς είμαστε ως κοινωνία ανεπίγνωστοι, επηρεασμένοι από αυτό το μιθριδατισμό, βαθιά δηλητηριασμένοι και παθητικοί. Έχουμε μια καντιανή αντίληψη για τη διαρκή ειρήνη στην κοινωνία μας, η οποία είναι πια μια πολεμική κοινωνία εσωτερικά και πρέπει να μιλήσουμε με άλλους όρους. Πρέπει δηλαδή η δημοκρατία να γίνει μια αμυνόμενη δημοκρατία, η οποία ξέρει να αυτοπροστατευθεί. Αλλιώς θα φωνάζουμε και εμείς όπως οι Βουρβόνοι: la légalité nous tue (η νομιμότητα μας σκοτώνει).
Νομιμότητα σημαίνει ότι πρέπει να αποδεχτούμε όποιον πήρε έναν αριθμό ψήφων και έβγαλε βουλευτές ή ευρωβουλευτές και έγινε κόμμα κοινοβουλευτικό ή ευρωκοινοβουλευτικό ή κόμμα κατά τον Κανονισμό της Βουλής; Αρκεί αυτό; Αρκεί αυτό για να καμφθούν τα δημοκρατικά αντανακλαστικά και η δημοκρατική πανστρατιά στο όνομα τέτοιων και τόσων αξιών;
Αλλά, φυσικά όταν δεν μπορούμε να οριοθετήσουμε την κριτική, όταν ο πολιτικός λόγος, ο οποίος διατυπώνεται στο εσωτερικό του συνταγματικού τόξου αποκτά δολοφονικά χαρακτηριστικά στο ηθικό επίπεδο, όταν δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε την πολιτική κριτική από την ηθική αμφισβήτηση, το επιχείρημα από τη συκοφαντία, την ορθολογική τεκμηρίωση από τη σκευωρία, όταν όλα μπαίνουν σε ένα μίξερ και γίνονται ένας πολτός, ο οποίος είναι απολύτως ανεξέλεγκτος, βεβαίως τότε έχουμε αποδεχτεί τα πάντα.
Διότι όταν αποδέχεσαι σωρεία συμβολαίων πολιτικής και ηθικής δολοφονίας -και αυτό είναι ένα παιχνίδι που το κοιτάζουν όλοι σχεδόν από την κλειδαρότρυπα αν όχι ευθέως και αυτή η ηδονοβλεπτική αντίδραση της κοινωνίας είναι απολύτως νόμιμη, σχεδόν ενθουσιάζει ένα πολύ μεγάλο μέρος της- τότε φυσικά υπάρχει ένα πρόβλημα συνεννόησης.
Είναι το ίδιο πρόβλημα συνεννόησης που έχουμε με το αίτημα της κοινωνίας για αλήθεια, το οποίο παίρνει τα χαρακτηριστικά μιας κραυγής: «Θέλουμε την αλήθεια»! Και σας πληροφορώ, γιατί το έχω βιώσει, ότι όταν παρουσιάζεις την αλήθεια και αυτή συγκριθεί εκλογικά και πολιτικά με το ψέμα, η μεγάλη πλειοψηφία επιλέγει το ψέμα. Επιλέγει το μη ορθολογικό ψέμα. Αυτή είναι η κατάσταση.
Άρα, έχουμε να αντιπαλέψουμε με πολλαπλές μορφές βίας. Και θα έλεγα ότι οι πρωτοβουλίες μας για τη Χρυσή Αυγή, στις οποίες μας έχει ήδη προ πολλού ξεπεράσει η διεθνής κοινότητα, το Συμβούλιο της Ευρώπης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, διεθνείς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, οι οποίες έρχονται και οργανώνουν στην Ελλάδα πολιτικούς ακτιβισμούς εναντίον της Χρυσής Αυγής, είναι το εύκολο μέρος.
-Ναι, θέλουμε να συστρατευθούν τα κόμματα του συνταγματικού τόξου κατά της Χρυσής Αυγής.
-Ναι, προτείνουμε να αποκλείσουμε πολιτικά τη Χρυσή Αυγή από τη συγκρότηση μετώπων και πλειοψηφιών στη Βουλή.
-Ναι, πρέπει να ψηφίσουμε μια ολοκληρωμένη αντιρατσιστική νομοθεσία, μια ολοκληρωμένη νομοθεσία κατά της βίας, που επαπειλεί και απαγγέλει ποινές, κύριες και παρεπόμενες, σε σχέση με τα πολιτικά δικαιώματα και θεωρεί ότι είναι αυξημένη η ποινική ευθύνη βουλευτών, ευρωβουλευτών και στελεχών ενός κόμματος που υποδύεται ότι λειτουργεί μέσα στο Κοινοβούλιο, ενώ στην πραγματικότητα τροφοδοτεί το φαινόμενο του «αντικοινοβουλευτικού Κοινοβουλίου» που ήταν το φαινόμενο που τελικά έριξε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το αντικοινοβουλευτικό Κοινοβούλιο του ’33 έριξε τελικά τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Γιατί όλα έγιναν «φυσιολογικά».
Αυτές όμως οι πρωτοβουλίες είναι εύκολες γιατί είναι πρωτοβουλίες πολιτικές, θεσμικές, νομοθετικές. Χρειάζονται και άλλα πράγματα που είναι δύσκολα:
-Χρειάζεται εσωτερική παρακολούθηση και κάθαρση της Αστυνομίας από την επιρροή της Χρυσής Αυγής.
-Χρειάζεται κινητοποίηση της Δικαιοσύνης σε σχέση με τη Χρυσή Αυγή. Υπάρχει δικαστικός και εισαγγελικός ακτιβισμός για ένα σωρό πράγματα. Δεν εμφανίζεται ο ίδιος βαθμός ευαισθησίας και δραστηριοποίησης ή και υπερδραστηριοποίησης σε σχέση με τη Χρυσή Αυγή.
-Χρειάζεται καθαρή θέση από μέρους της Εκκλησίας -και άλλων ανάλογων οντοτήτων- η οποία φαίνεται να διχάστηκε και αυτό είναι πολύ ευχάριστο και παρήγορο σε σχέση με τη Χρυσή Αυγή.
-Χρειάζεται πιο ενεργός και πιο ορατή κινητοποίηση της Κοινωνίας των Πολιτών.
-Και βεβαίως το κράτος πρέπει να αξιοποιήσει τις δυνατότητές του. Δυνατότητά του σημαίνει ότι το αγαθό της ασφάλειας το προστατεύει το κράτος με την αστυνομία και τη δικαιοσύνη και το αγαθό της κοινωνικής συνοχής το προστατεύει το κράτος έστω υπό συνθήκες οξείας δημοσιονομικής κρίσης. Γιατί δεν είναι τόσα τα κεφάλαια που απαιτούνται. Υπάρχει δυνατότητα για όλα τα δίκτυα αλληλεγγύης που διασφαλίζουν αξιοπρεπή διαβίωση και βγάζουν κάποιον από την παιδική φτώχεια ή γενικότερα από την απόλυτη φτώχεια και υπάρχει δυνατότητα να χρηματοδοτήσουμε τα μεγάλα προγράμματα για την απόλυτη ανεργία.
Αυτά είπαμε προχτές στους κοινωνικούς εταίρους παρουσιάζοντας το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης και αυτά είπαμε με τους αρχηγούς των δύο άλλων κομμάτων της κυβερνητικής συνεργασίας την ίδια μέρα, τη Δευτέρα.
-Είπαμε δηλαδή ότι έχουμε μεγάλη υποχρέωση, κατεπείγουσα υποχρέωση, να ζητήσουμε τη μεταφορά σημαντικών πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο για να χρηματοδοτήσουμε ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα, φιλόδοξο, μεγάλο, επιθετικό κατά της απόλυτης ανεργίας.
-Να διαφυλάξουμε, όχι 150.000 θέσεις που αυτή τη στιγμή διαφυλάττουν τα υπάρχοντα εν εξελίξει προγράμματα, αλλά τουλάχιστον 700.000 θέσεις εργασίας δημιουργώντας παράλληλα περίπου 200.000, προσωρινές έστω, θέσεις απασχόλησης μέσω της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, μέσα δηλαδή από την αυτεπιστασία και την κοινωφελή εργασία, μέσα από τους φορείς της κοινωνικής οικονομίας και μέσα από τις επιχειρήσεις, οι οποίες πρέπει να γίνουν αποδέκτες των προγραμμάτων αυτών.
-Έτσι αποκτά νόημα η απόφασή μας να μην αφήσουμε άνεργο χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ανεξαρτήτως ενσήμων και προϋποθέσεων.
-Γι’ αυτό πρέπει να ψηφιστούν οι προτάσεις νόμων του ΠΑΣΟΚ για τις ευπαθείς ομάδες, τους ανάπηρους και άλλους.
-Γι’ αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να ψηφιστεί απ’ όλα τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου στη Βουλή η πρόταση νόμου του ΠΑΣΟΚ για την αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας σε περιπτώσεις ρατσιστικής και ξενοφοβικής βίας.
-Γι’ αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να καταλάβουμε ότι αφ΄ ης στιγμής αποδέχεσαι πως θα αναβιώσει στη χώρα η φιλανθρωπία, στην πραγματικότητα έχεις αποδεχτεί την καταρράκωση του κοινωνικού κράτους ως βασική συνιστώσα, όχι της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά της Ευρώπης, η οποία οικοδομείται ιστορικά στην έννοια του κοινωνικού κράτους.
Γιατί η Ευρώπη ως ήπειρος είναι σοσιαλδημοκρατική. Η Ευρώπη ως ήπειρος συνολικά αποδέχεται ως πανευρωπαϊκές αξίες, αξίες οι οποίες αρχικά ήταν σοσιαλιστικής δημοκρατικής προέλευσης αλλά έγιναν αξίες κοινής λήψης. Αυτό όμως από το ’90 και μετά, δηλαδή σχηματικά από τότε που πήγαμε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, έχει αμφισβητηθεί μαζί με τις κεϋνσιανές πολιτικές. Αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Αυτά πρέπει να ξαναβάλει στο τραπέζι.
Έλεγα και στον φίλο μας από τη Νορβηγία το πρωί, ότι δεν αρκεί να μιλάς για μια growth-friendly fiscal stability, για μια φιλική προς την ανάπτυξη δημοσιονομική σταθερότητα, γιατί όλοι μιλούν. Δεξιοί, οικολόγοι, κεντρώοι, αριστεροί, οι πάντες μιλούν στην Ευρώπη για την ανάγκη η δημοσιονομική σταθερότητα να συνδυαστεί με πολιτικές ανάπτυξης.
Χρειάζεται κάτι άλλο και αυτό το άλλο φυσικά μπορεί το τραυματισμένο ΠΑΣΟΚ να το θέσει και στον πανευρωπαϊκό διάλογο. Είναι κάτι που το είπα και στον Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ και στον Πέερ Στάινμπρουκ και το λέω σε όλους τους Ευρωπαίους συνομιλητές μας. Ελπίζω αύριο να έχουμε έναν Ιταλό συνομιλητή στην κυβέρνηση που να παίζει σημαντικό ρόλο, όπως έχουμε ένα ισχυροποιημένο κόμμα στην Ολλανδία που θα μπορούσε να παίξει πολύ σημαντικό ρόλο τώρα και αλλού. Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να αναληφθούν πρωτοβουλίες πανευρωπαϊκού επιπέδου από κόμματα και από χώρες οι οποίες μπορούν να μιλήσουν και στο όνομα της δημοσιονομικής τους επάρκειας, γιατί δεν είναι «άσωτες», αλλά είναι «ενάρετες» δημοσιονομικά.
Αλλά αυτά όλα είναι πάρα πολύ δύσκολα. Είναι πάρα πολύ δύσκολα γιατί η Ευρώπη κυριαρχείται από οικονομικούς εθνικισμούς. Γιατί οι συσχετισμοί δεν είναι ιδεολογικοί και αξιακοί αλλά είναι κρατικοί. Είναι συσχετισμοί ωμών συμφερόντων σε πάρα πολλά θέματα.
Όμως, σε αυτό το γήπεδο το ευρωπαϊκό, με όλα τα κακά του, σε αυτή τη συγκυρία που ζούμε, που είναι μια μακρά συγκυρία, είναι ένα μεγάλο momentum, αλλά momentum μέσα στην μεγάλη ιστορία, στον μακρύ ιστορικό χρόνο, αυτή η Ευρώπη είναι το καλύτερο γήπεδο που μπορούμε να βρούμε. Γι’ αυτό δεν υπήρξε ποτέ άλλη πρόταση. Δεν υπήρξε ποτέ εναλλακτική πρόταση.
Και γι’ αυτό χαιρόμαστε που στην ουσία όλοι οι άλλοι προσχώρησαν σε μια δική μας αντίληψη. Με λάθη, με ανακολουθίες, με ανεπάρκειες, επίγνωση της οποίας αποκτήσαμε σταδιακά; Ναι, είμαι έτοιμος να τα δεχτώ όλα αυτά και να τα συζητήσω. Αλλά η γενική παραδοχή και η γενική κατεύθυνση είναι αυτή.
Και αυτή ψήφισε ενσυνειδήτως ο ελληνικός λαός και αυτή έχουμε την υποχρέωση να εφαρμόσουμε, γιατί όπως κατεβήκαμε μαζί με τη χώρα, θα ανέβουμε μαζί με τη χώρα, αρκεί η χώρα να ανέβει. Γιατί αν η χώρα χάσει τον έλεγχο, χάσει τη γωνία στήριξης, η καταστροφή θα είναι καταστροφή ιστορικών διαστάσεων και πανευρωπαϊκών επιπτώσεων.
Γι’ αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία να συσπειρωθεί το συνταγματικό τόξο κατά κάθε φαινομένου βίας και κυρίως κατά της ναζιστικής ξενοφοβικής και ρατσιστικής βίας.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Η ομιλία του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελου Βενιζέλου, εκφωνήθηκε στην πρόσφατη Ημερίδα του ΙΣΤΑΜΕ, με θέμα "Η Ελλάδα απέναντι στον νεοναζισμό, στην ρατσιστική κοινωνική και πολιτική βία"